Διαβητική Νεφροπάθεια σε άτομα με διαβήτη τύπου 1

Η νεφρική νόσος που εμφανίζεται σε άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ) αποκαλείται συνήθως διαβητική νεφροπάθεια.

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης μπορεί να προκαλέσει βλάβες στις αρτηρίες όλων των οργάνων του σώματος, συμπεριλαμβανόμενων αυτών των νεφρών και να προκληθούν διαταραχές στη νεφρική λειτουργία.

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, περίπου το 25-40% των ατόμων με διαβήτη τύπου 1 (ΣΔ1) εμφανίζουν διαβητική νεφροπάθεια, ενώ ένα ποσοστό 4-17% των ατόμων με ΣΔ1 εμφανίζουν τελικού σταδίου χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Η νόσος είναι δυνατόν να προληφθεί ή να επιβραδυνθεί η εξέλιξη της μέσω του καλού ελέγχου τόσο της γλυκόζης στο αίμα όσο και των επιπέδων της αρτηριακής πίεσης[1].

 

Τι είναι η διαβητική νεφροπάθεια;

Ο όρος  ‘’νεφροπάθεια’’ είναι ένας γενικός όρος που αφορά στη διαταραχή της λειτουργίας των νεφρών.

Σε προχωρημένο στάδιο, η διαταραχή αυτή οδηγεί σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια ή νεφρική νόσο τελικού σταδίου. Ο ΣΔ αποτελεί την αιτία που προκαλεί το ήμισυ όλων των περιπτώσεων με νεφρική νόσο τελικού σταδίου. Όσον αφορά στη  διαβητική νεφροπάθεια των ατόμων με διαβήτη τύπου 1, εμφανίζεται σε πολύ νεαρότερη ηλικία δεδομένης της νεαρής ηλικίας διάγνωσης του διαβήτη. Τη νόσο χαρακτηρίζει κυρίως η μειωμένη ικανότητα των νεφρών να φιλτράρουν το αίμα ενώ η εξέλιξη ποικίλει σε διάρκεια, από λίγα έτη έως δεκαετίες.

Η διαβητική νεφροπάθεια χωρίζεται σε πέντε στάδια, με το 5ο και τελευταίο να είναι εκείνο της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας. Στα πρώτα 2 στάδια η νόσος θεωρείται αναστρέψιμη. Συνήθως χρειάζονται πάνω από αρκετά χρόνια για να φτάσουν οι ασθενείς στο 5ο στάδιο.

Συμπτώματα της διαβητικής νεφροπάθειας

Η διαβητική νεφροπάθεια είναι κυρίως ασυμπτωματική με τα συμπτώματα να τείνουν να γίνουν εμφανή όταν η κατάσταση φθάσει στα μεταγενέστερα στάδια.

Συνήθως τα ακόλουθα συμπτώματα μπορεί να αρχίσουν να παρατηρούνται στο 4ο στάδιο της νόσου:

Οίδημα των κάτω άκρων ή/ και των άνω άκρων που προκαλείται από την κατακράτηση ύδατος.

Τα ούρα πιθανόν να γίνουν σκουρόχρωα

Εύκολη κόπωση με ακόμα και ήπιου βαθμού σωματική άσκηση

Ναυτία

Παράγοντες κινδύνου

Κακή ρύθμιση του σακχάρου του αίματος.

Σύμφωνα με μελέτες μεγάλης κλίμακας, η εμφάνιση αλλά και η εξέλιξη της διαβητικής νεφροπάθειας εξαρτάται από το πόσο ικανοποιητικός είναι ο έλεγχος της γλυκόζης του αίματος, χωρίς να γνωρίζουμε λεπτομερώς το μηχανισμό με τον οποίο τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα προκαλούν βλάβη στους νεφρούς σε συγκεκριμένα άτομα. Η μελέτη DCCT (Diabetes Control and Complications – DCCT)[2] και η μελέτη UKPDS έδειξαν ότι η μείωση της HbA1c κατά 1% μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης μικροαγγειακών επιπλοκών, όπως η νεφροπάθεια, κατά 25% τόσο σε άτομα  με διαβήτη τύπου 1, όσο και σε εκείνα με διαβήτη τύπου 2[1]. Όμως είναι σημαντικό να αναφερθεί πως στην προσπάθεια βελτίωσης της γλυκαιμικής ρύθμισης με μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης με τιμές μικρότερες του 5,6% με συνέπεια τη συχνή εμφάνιση υπογλυκαιμιών, παρατηρείται επίσης εμφάνιση της διαβητικής νεφροπάθειας, σύμφωνα με τη μελέτη Eurodiab[3].

Υπέρταση (υψηλή αρτηριακή πίεση)

Η αρτηριακή υπέρταση μπορεί να αποτελεί συνέπεια της διαβητικής νεφροπάθειας όμως μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση ή/ και την ταχύτερη εξέλιξη της νόσου.

Κάπνισμα

Ανεξαρτήτως καλής ή κακής γλυκαιμικής ρύθμισης το κάπνισμα αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη επιπλοκών του διαβήτη, όπως νευροπάθεια, νεφροπάθεια και αμφιβληστροειδοπάθεια.

Υπερλιπιδαιμία

Οικογενής προδιάθεση

Μελέτες έχουν δείξει ότι πιθανώς να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της εμφάνισης της διαβητικής νεφροπάθειας και οικογενειακού ιστορικού νεφρολογικών νοσημάτων.

Είναι δυνατόν να αποφευχθεί η διαβητική νεφροπάθεια;

Στην προσπάθεια έγκαιρης διάγνωσης της διαβητικής νεφροπάθειας σε στάδια που η νόσος είναι ακόμα αναστρέψιμη, τα άτομα με ΣΔ1 θα πρέπει να εξετάζονται με κλινική εξέταση και εργαστηριακό έλεγχο του αίματος και των ούρων τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Μια από τις βασικές διαγνωστικές εξετάσεις περιλαμβάνει το τεστ μικροαλβουμίνης σε δείγμα ούρων ή συλλογή ούρων 24ωρου, προκειμένου να ελεγχθεί εάν υπάρχει πρωτεΐνη στα ούρα.

Εφόσον οι διαγνωστικές εξετάσεις για τη διαβητική νεφροπάθεια γίνονται τακτικά, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, η νόσος μπορεί να εντοπιστεί στα αρχικά στάδια πριν γίνει μη αναστρέψιμη και σοβαρή.

Η ανάπτυξη της διαβητικής νεφροπάθειας μπορεί να καθυστερήσει ή να αποτραπεί με τη διατήρηση καλού ελέγχου των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα και της αρτηριακής πίεσης. Επίσης είναι σημαντική η αποφυγή καπνίσματος.

Εφόσον γίνει η διάγνωση της διαβητικής νεφροπάθειας είναι πιθανό να γίνει σύσταση των παρακάτω θεραπευτικών μέτρων:

Βελτιστοποίηση ρύθμισης σακχάρου

Συνταγογράφηση φαρμάκων για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης (ιδανικά 130/80 mmHg) ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω βλάβη.

Συνταγογράφηση φαρμάκων για τη βελτίωση των πιθανώς αυξημένων τιμών χοληστερίνης ή/και τριγλυκεριδίων αίματος

Αποφυγή μεγάλης ποσότητας άλατος (συνιστάται μεγίστη ποσότητα συνολικής ημερήσιας πρόσληψης άλατος  ποσότητα < 5-6 γραμμάρια)

Η τακτική κλινική και εργαστηριακή παρακολούθηση των ατόμων με Σακχαρώδη διαβήτη είναι σημαντική καθώς η έγκαιρη αναγνώριση της βλάβης των νεφρών θα επιτρέψει την λήψη θεραπευτικών μέτρων προκειμένου να περιοριστεί η εξέλιξη της νόσου.

 

Νεκταρία Παπαδοπούλου- Μαρκέτου, Ενδοκρινολόγος- Διαβητολόγος Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Χριστίνα Κανακά- Gantenbein, Καθηγήτρια Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας και Νεανικού Διαβήτη

Βιβλιογραφία

[1]          Papadopoulou-Marketou N, Chrousos GP, Kanaka-Gantenbein C. Diabetic nephropathy in type 1 diabetes: a review of early natural history, pathogenesis, and diagnosis. Diabetes/Metabolism Research and Reviews 2017;33:e2841.

[2]          Wadén J, Forsblom C, Thorn LM, Gordin D, Saraheimo M, Groop P-H, et al. A1C variability predicts incident cardiovascular events, microalbuminuria, and overt diabetic nephropathy in patients with type 1 diabetes. Diabetes 2009;58:2649–55.

[3]          Schoenaker D, Simon D, Chaturvedi N, Fuller JH, Soedamah-Muthu SS. Glycemic control and all-cause mortality risk in type 1 diabetes patients: the EURODIAB prospective complications study. The Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism 2014;99:800–7

Καρκίνος θυρεοειδούς

Ο καρκίνος του θυρεοειδούς, εμφανίζεται σε όλες τις ηλικίες ηλικία ακόμα και στην παιδική, με προτίμηση στις γυναίκες (3 φορές συχνότερα απ’, τι στους άνδρες).

Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι καρκίνου θυρεοειδούς με διαφορετικό βαθμό επιθετικότητας αλλά και παράγοντες κινδύνου. Ο συχνότερος τύπος είναι ο διαφοροποιημένος (θηλώδης και θυλακιώδης με διάφορους υποτύπους αυτών), που συνήθως χαρακτηρίζεται από χαμηλή επιθετικότητα δίνοντας σπανίως μεταστάσεις. Ο μυελοειδής, που μπορεί να είναι κληρονομικός ή μη και είναι πιο επιθετικός σε σχέση με το διαφοροποιημένο. Τέλος, ο αναπλαστικός είναι ο πλέον σοβαρός αλλά και πιο σπάνιος τύπος.

Η έκθεση στην ακτινοβολία (στο πλαίσιο ιατρικών θεραπειών), κυρίως της κεφαλής ή του τράχηλου στην παιδική ηλικία αλλά και η έκθεση σε  ραδιενέργεια από ατυχήματα σε εργοστάσια ή πυρηνικά όπλα αποτελεί παράγοντα κινδύνου για το διαφοροποιημένο καρκίνο του θυρεοειδούς. Ο κίνδυνος εξαρτάται από την ποσότητα της ακτινοβολίας και την ηλικία έκθεσης. Πρέπει να διευκρινιστεί όμως, ότι ο καρκίνος του θυρεοειδούς που αναπτύσσεται μετά από ακτινοθεραπεία δεν είναι πιο επιθετικός σε σχέση με τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Το κάπνισμα και η ανεπαρκής πρόσληψη ιωδίου με την τροφή αποτελούν επίσης προδιαθεσικούς παράγοντες της νόσου. Σπανιότερα, ο διαφοροποιημένος καρκίνος θυρεοειδούς οφείλεται σε γονιδιακές μεταλλαξεις και σχετίζεται με:

  • Την Οικογενή αδενωματώδη πολυποδίαση, όπου αναπτύσσονται πολλαπλοί πολύποδες ή και καρκίνος παχέος εντέρου.
  • Τη νόσο Cowden όπου παράλληλα υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου της μήτρας, του μαστού κλπ.
  • Το σύμπλεγμα Carney, τύπου Ι το οποίο συσχετίζεται με την ανάπτυξη όγκων σε ενδοκρινείς αδένες.

Ο μυελοειδής καρκίνου του θυρεοειδούς, κληρονομείται σε ποσοστό 25-30% και οφείλεται σε μεταλλάξεις ενός γονιδίου που ονομάζεται RET. Σπάνια, συνδυάζεται και με άλλους όγκους ενδοκρινών αδένων στα πλαίσια πολλαπλής ενδοκρινούς νεοπλασίας τύπου 2. Όταν κάποιος συγγενής εμφανίσει τη νόσο θα πρέπει να ελεγχθούν και οι υπόλοιποι με γονιδιακό έλεγχο ώστε αν κριθεί απαραίτητο να γίνει προληπτική αφαίρεση του θυρεοειδούς, δεδομένου ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καρκίνος συχνά αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και μπορεί να εξαπλωθεί νωρίς.

Η διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς αυξήθηκε, έχοντας τριπλασιαστεί τις τελευταίες δεκαετίες. Το φαινόμενο εν μέρει οφείλεται στην συχνή χρήση του υπερηχογραφήματος του θυρεοειδούς. Στο πλαίσιο της αυξανόμενης διάγνωσης, έχει διαπιστωθεί παγκοσμίως αυξημένος αριθμός χειρουργικών επεμβάσεων, οι οποίες κάποιες φορές δεν είναι απαραίτητες. Δεν είναι όλοι οι όζοι που χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση και θεραπεία. Οι πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες οι οποίες βασίστηκαν σε δεδομένα από μεγάλες μακροχρόνιες πολυκεντρικές μελέτες έθεσαν κριτήρια και όρια όσον αφορά στην περαιτέρω διερεύνηση και  θεραπεία των όζων θυρεοειδούς ώστε το υγειονομικό κόστος να βρίσκεται υπό έλεγχο. Οι οδηγίες αυτές με βρίσκουν απολυτά σύμφωνη. Η διενέργεια διαγνωστικού ελέγχου και χειρουργικών επεμβάσεων υψηλού κόστους δε θα πρέπει να γίνονται ανεξέλεγκτα, παρά μόνον όταν κρίνονται απαραίτητα από τον Ενδοκρινολόγο.

Η θεραπεία της νόσου εξαρτάται από τον τύπο του καρκίνου θυρεοειδούς. Οι περισσότερες περιπτώσεις διαφοροποιημένου καρκίνου, αντιμετωπίζονται επιτυχώς με χειρουργική επέμβαση. Σε κάποιες περιπτώσεις, συμπληρωματικά δίνεται ραδιενεργό ιώδιο που καταστρέφει τα υπολείμματα του θυρεοειδικού ιστού, είτε μετά από μια περίοδο διακοπής της θυροξίνης, ή με χορήγηση ανασυνδυασμένης TSH.

Η ανακάλυψη των γενετικών αιτιών του μυελοειδούς καρκίνου του θυρεοειδούς, βοηθά στην ταυτοποίηση των μελών της οικογένειας που φέρουν το μεταλλαγμένο γονίδιο RET με την αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα να είναι αρκετή  για την πρόληψη του καρκίνου. Παράλληλα η κατανόηση των μη φυσιολογικών γονιδίων που προκαλούν το σποραδικό (μη κληρονομούμενο) μυελοειδή καρκίνο του θυρεοειδούς οδήγησε στην ανακάλυψη αποτελεσματικότερων θεραπευτικών ουσιών (αναστολείς της τυροσινικής κινάσης) που στοχεύουν σε ορισμένες από αυτές τις γονιδιακές μεταλλάξεις. Στην Ελλάδα υπάρχουν εγκεκριμένα φάρμακα που φαίνεται ότι σταθεροποιούν τη νόσο και γίνονται πολύ καλά ανεκτά στην πλειοψηφία των ασθενών με μυελοειδές ή ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις διαφοροποιημένου καρκίνου ανθεκτικού στο ραδιενεργό ιώδιο.

 

 

Διαβήτης τύπου 1 και θυρεοειδική δυσλειτουργία

Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, παρατηρήθηκε πως άτομα που εμφάνιζαν κάποια νοσήματα που  πολύ αργότερα χαρακτηρίστηκαν ως αυτοάνοσα, έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν και κάποιο άλλο αργότερα. Οι επιδημιολογικές μελέτες των  τελευταίων  ετών  σε συνδυασμό  με την  εξέλιξη  της επιστήμης  της  γενετικής, επιβεβαίωσαν   τις   εν   λόγω   παρατηρήσεις   και   η   συννοσηρότητα   διαφόρων αυτοανόσων   νοσημάτων,   όπως   του   Σακχαρώδη   Διαβήτη   τύπου   1   (ΣΔ1),   της θυρεοειδίτιδας  Hashimoto, της θυρεοειδίτιδα  Graves, της νόσου του  Addison, της κοιλιοκάκης, της ανεπάρκειας σε Β12, του Συστηματικού Ερυθηματώδη Λύκου κ. α. κατηγοριοποιήθηκε   σε   κάποιους   τύπους   αυτοανόσων   πολυαδενικών   συνδρόμων. Μεγάλες μελέτες έδειξαν ότι μερικά από τα γονίδια που σχετίζονται με την εμφάνιση του ΣΔ1, προδιαθέτουν επίσης και στην ανάπτυξη άλλων αυτοανόσων παθήσεων όπως της θυρεοειδίτιδας.   Αυτό  σημαίνει ότι  η  κληρονομικότητα παίζει  σημαντικό ρόλο. Υπάρχουν όμως και άλλοι πολλοί παράγοντες, κυρίως περιβαλλοντικοί που είναι   καθοριστικοί   για   την   εκδήλωση   των   νοσημάτων.   Όσον   αφορά   στον υπερθυρεοειδισμό για παράδειγμα, γνωρίζουμε πως το κάπνισμα παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του. Τα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1, εμφανίζουν σε ποσοστό 17- 30 % και αυτοάνοσης   αιτιολογίας   θυρεοειδίτιδα,   η   οποία   διαγιγνώσκεται   με   την   παρουσία θετικών  τίτλων των  ειδικών  αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων  στο  αίμα.  Οι γυναίκες εμφανίζουν   τη   νόσο   συχνότερα.   Η   θυρεοειδίτιδα   συχνότερα   σχετίζεται   με υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, δηλαδή ανεπαρκή παραγωγή θυρεοειδικών  ορμονών,   άλλοτε   η   λειτουργία   δεν   επηρεάζεται   ενώ   σπανιότερα   εμφανίζεται  υπερθυρεοειδισμός με αυξημένη παραγωγή ορμονών. Οι δράσεις των θυρεοειδικών ορμονών είναι πολλές και επηρεάζουν το μεταβολισμό και τις λειτουργίες σχεδόν όλων των υπολοίπων οργάνων του σώματος. Οι   διαταραχές   της  θυρεοειδικής   λειτουργίας   συνοδεύονται   από   ποικίλης   έντασης συμπτωματολογίας,   με   διόγκωση   του   θυρεοειδούς,   κόπωση,   αδυναμία συγκέντρωσης, καρδιακές  αρρυθμίες, διαταραχές  ύπνου,   ξηρότητα   του  δέρματος, τριχόπτωση,   διαταραχές   κενώσεων   κτλ.   Ειδικότερα   όμως   για   τα   άτομα   με   ΣΔ1, διαταράσσεται   η   ρύθμιση   του   σακχάρου.   Στον   υποθυρεοειδισμό,   είναι   συχνές οι υπογλυκαιμίες,   ενδεχομένως   ο   υπολογισμός   υδατανθράκων-   ινσουλίνης   να χρειάζεται συχνές αναπροσαρμογές, ενώ στον υπερθυρεοειδισμό τα επίπεδα του σακχάρου είναι υψηλά και αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος κετοξέωσης.

Οι κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανική Ένωση Διαβήτη (ADA) και της Διεθνούς κοινότητας για το Διαβήτη σε παιδιά και εφήβους (ISPAD), συνιστούν σε όλους τους ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με ΣΔ1 να εξετάζονται για πιθανή συννοσηρότητα από αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα ελέγχοντας τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών και των ειδικών αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων στο αίμα αμέσως μετά τη διάγνωση του διαβήτη. Ο έλεγχος αυτός συνιστάται να επαναλαμβάνεται ανά 1-2 χρόνια. Επιπλέον, όσον αφορά στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας με ΣΔ1, συνιστάται ο έλεγχος των παραπάνω εξετάσεων να γίνεται κατά την έναρξη της εγκυμοσύνης προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος επιπλοκών που σχετίζεται με τη θυρεοειδική δυσλειτουργία, τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο.

 

 

Διαβητική Νεφροπάθεια σε άτομα με διαβήτη τύπου 1

Η νεφρική νόσος που εμφανίζεται σε άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ) αποκαλείται συνήθως διαβητική νεφροπάθεια.

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης μπορεί να προκαλέσει βλάβες στις αρτηρίες όλων των οργάνων του σώματος, συμπεριλαμβανόμενων αυτών των νεφρών και να προκληθούν διαταραχές στη νεφρική λειτουργία.

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, περίπου το 25-40% των ατόμων με διαβήτη τύπου 1 (ΣΔ1) εμφανίζουν διαβητική νεφροπάθεια, ενώ ένα ποσοστό 4-17% των ατόμων με ΣΔ1 εμφανίζουν τελικού σταδίου χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Η νόσος είναι δυνατόν να προληφθεί ή να επιβραδυνθεί η εξέλιξη της μέσω του καλού ελέγχου τόσο της γλυκόζης στο αίμα όσο και των επιπέδων της αρτηριακής πίεσης[1].

 

Τι είναι η διαβητική νεφροπάθεια;

Ο όρος  ‘’νεφροπάθεια’’ είναι ένας γενικός όρος που αφορά στη διαταραχή της λειτουργίας των νεφρών.

Σε προχωρημένο στάδιο, η διαταραχή αυτή οδηγεί σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια ή νεφρική νόσο τελικού σταδίου. Ο ΣΔ αποτελεί την αιτία που προκαλεί το ήμισυ όλων των περιπτώσεων με νεφρική νόσο τελικού σταδίου. Όσον αφορά στη  διαβητική νεφροπάθεια των ατόμων με διαβήτη τύπου 1, εμφανίζεται σε πολύ νεαρότερη ηλικία δεδομένης της νεαρής ηλικίας διάγνωσης του διαβήτη. Τη νόσο χαρακτηρίζει κυρίως η μειωμένη ικανότητα των νεφρών να φιλτράρουν το αίμα ενώ η εξέλιξη ποικίλει σε διάρκεια, από λίγα έτη έως δεκαετίες.

Η διαβητική νεφροπάθεια χωρίζεται σε πέντε στάδια, με το 5ο και τελευταίο να είναι εκείνο της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας. Στα πρώτα 2 στάδια η νόσος θεωρείται αναστρέψιμη. Συνήθως χρειάζονται πάνω από αρκετά χρόνια για να φτάσουν οι ασθενείς στο 5ο στάδιο.

Συμπτώματα της διαβητικής νεφροπάθειας

Η διαβητική νεφροπάθεια είναι κυρίως ασυμπτωματική με τα συμπτώματα να τείνουν να γίνουν εμφανή όταν η κατάσταση φθάσει στα μεταγενέστερα στάδια.

Συνήθως τα ακόλουθα συμπτώματα μπορεί να αρχίσουν να παρατηρούνται στο 4ο στάδιο της νόσου:

Οίδημα των κάτω άκρων ή/ και των άνω άκρων που προκαλείται από την κατακράτηση ύδατος.

Τα ούρα πιθανόν να γίνουν σκουρόχρωα

Εύκολη κόπωση με ακόμα και ήπιου βαθμού σωματική άσκηση

Ναυτία

Παράγοντες κινδύνου

Κακή ρύθμιση του σακχάρου του αίματος.

Σύμφωνα με μελέτες μεγάλης κλίμακας, η εμφάνιση αλλά και η εξέλιξη της διαβητικής νεφροπάθειας εξαρτάται από το πόσο ικανοποιητικός είναι ο έλεγχος της γλυκόζης του αίματος, χωρίς να γνωρίζουμε λεπτομερώς το μηχανισμό με τον οποίο τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα προκαλούν βλάβη στους νεφρούς σε συγκεκριμένα άτομα. Η μελέτη DCCT (Diabetes Control and Complications – DCCT)[2] και η μελέτη UKPDS έδειξαν ότι η μείωση της HbA1c κατά 1% μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης μικροαγγειακών επιπλοκών, όπως η νεφροπάθεια, κατά 25% τόσο σε άτομα  με διαβήτη τύπου 1, όσο και σε εκείνα με διαβήτη τύπου 2[1]. Όμως είναι σημαντικό να αναφερθεί πως στην προσπάθεια βελτίωσης της γλυκαιμικής ρύθμισης με μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης με τιμές μικρότερες του 5,6% με συνέπεια τη συχνή εμφάνιση υπογλυκαιμιών, παρατηρείται επίσης εμφάνιση της διαβητικής νεφροπάθειας, σύμφωνα με τη μελέτη Eurodiab[3].

Υπέρταση (υψηλή αρτηριακή πίεση)

Η αρτηριακή υπέρταση μπορεί να αποτελεί συνέπεια της διαβητικής νεφροπάθειας όμως μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση ή/ και την ταχύτερη εξέλιξη της νόσου.

Κάπνισμα

Ανεξαρτήτως καλής ή κακής γλυκαιμικής ρύθμισης το κάπνισμα αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη επιπλοκών του διαβήτη, όπως νευροπάθεια, νεφροπάθεια και αμφιβληστροειδοπάθεια.

Υπερλιπιδαιμία

Οικογενής προδιάθεση

Μελέτες έχουν δείξει ότι πιθανώς να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της εμφάνισης της διαβητικής νεφροπάθειας και οικογενειακού ιστορικού νεφρολογικών νοσημάτων.

Είναι δυνατόν να αποφευχθεί η διαβητική νεφροπάθεια;

Στην προσπάθεια έγκαιρης διάγνωσης της διαβητικής νεφροπάθειας σε στάδια που η νόσος είναι ακόμα αναστρέψιμη, τα άτομα με ΣΔ1 θα πρέπει να εξετάζονται με κλινική εξέταση και εργαστηριακό έλεγχο του αίματος και των ούρων τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Μια από τις βασικές διαγνωστικές εξετάσεις περιλαμβάνει το τεστ μικροαλβουμίνης σε δείγμα ούρων ή συλλογή ούρων 24ωρου, προκειμένου να ελεγχθεί εάν υπάρχει πρωτεΐνη στα ούρα.

Εφόσον οι διαγνωστικές εξετάσεις για τη διαβητική νεφροπάθεια γίνονται τακτικά, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, η νόσος μπορεί να εντοπιστεί στα αρχικά στάδια πριν γίνει μη αναστρέψιμη και σοβαρή.

Η ανάπτυξη της διαβητικής νεφροπάθειας μπορεί να καθυστερήσει ή να αποτραπεί με τη διατήρηση καλού ελέγχου των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα και της αρτηριακής πίεσης. Επίσης είναι σημαντική η αποφυγή καπνίσματος.

Εφόσον γίνει η διάγνωση της διαβητικής νεφροπάθειας είναι πιθανό να γίνει σύσταση των παρακάτω θεραπευτικών μέτρων:

Βελτιστοποίηση ρύθμισης σακχάρου

Συνταγογράφηση φαρμάκων για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης (ιδανικά 130/80 mmHg) ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω βλάβη.

Συνταγογράφηση φαρμάκων για τη βελτίωση των πιθανώς αυξημένων τιμών χοληστερίνης ή/και τριγλυκεριδίων αίματος

Αποφυγή μεγάλης ποσότητας άλατος (συνιστάται μεγίστη ποσότητα συνολικής ημερήσιας πρόσληψης άλατος  ποσότητα < 5-6 γραμμάρια)

Η τακτική κλινική και εργαστηριακή παρακολούθηση των ατόμων με Σακχαρώδη διαβήτη είναι σημαντική καθώς η έγκαιρη αναγνώριση της βλάβης των νεφρών θα επιτρέψει την λήψη θεραπευτικών μέτρων προκειμένου να περιοριστεί η εξέλιξη της νόσου.

 

Νεκταρία Παπαδοπούλου- Μαρκέτου, Ενδοκρινολόγος- Διαβητολόγος Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

Βιβλιογραφία

[1]          Papadopoulou-Marketou N, Chrousos GP, Kanaka-Gantenbein C. Diabetic nephropathy in type 1 diabetes: a review of early natural history, pathogenesis, and diagnosis. Diabetes/Metabolism Research and Reviews 2017;33:e2841.

[2]          Wadén J, Forsblom C, Thorn LM, Gordin D, Saraheimo M, Groop P-H, et al. A1C variability predicts incident cardiovascular events, microalbuminuria, and overt diabetic nephropathy in patients with type 1 diabetes. Diabetes 2009;58:2649–55.

[3]          Schoenaker D, Simon D, Chaturvedi N, Fuller JH, Soedamah-Muthu SS. Glycemic control and all-cause mortality risk in type 1 diabetes patients: the EURODIAB prospective complications study. The Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism 2014;99:800–7

Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών. Όχι μόνο μια αναπαραγωγική διαταραχή

Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (ΣΠΩ), η συχνότερη ενδοκρινοπάθεια των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας (5-8% των γυναικών), περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1935 από τους Stein και Leventhal. Εβδομήνατα πέντε χρόνια μετά αποτελεί μια ετερογενή ενδοκρινική και μεταβολική διαταραχή αγνώστου αιτιολογίας η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης ιατρικής έρευνας λόγω της συχνότητας της κλινικής ετερογένειας, καθώς επίσης και των μακροπρόθεσμων μεταβολικών και καρδιαγγειακών επιπτώσεων της.

Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών αποτελεί κλινική διάγνωση, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο, τουλάχιστον, από τα παρακάτω τρία χαρακτηριστικά:

Α) χρόνια ανωοθυλακιορρηξία (που εκδηλώνεται ως αραιομηνόρροια ή αμηνόρροια, δηλαδή λιγότερο από έξι κύκλους κατά την διάρκεια ενός έτους).

Β) Βιοχημική υπερανδογοναιμία (αύξηση ανδρογόνων στο αίμα) ή υπερανδρογονισμός (κλινική εικόνα υπερανδογοναιμίας χωρίς ανάλογα βιοχημικά ευρήματα)

Γ) Πολυκυστική μορφολογία ωοθηκών κατά τον υπερηχογραφικό έλεγχο

Σημαντική προϋπόθεση για την ορθή διάγνωση του ΣΠΩ είναι ο αποκλεισμός άλλων ενδοκρινολογικών παθήσεων ή/και χρήση φαρμάκων που μπορεί να προκαλέσουν ανωοθυλακιορρηξία και κλινική ή βιοχημική υπερανδρογοναιμία.

Η αιτιοπαθογένεια του ΣΠΩ δεν έχει ακόμη διευκρινισθεί, αν και υπάρχουν διάφορες θεωρίες για τις αιτίες εμφάνισης του. Οι κυριότερες είναι η διαταραχή της ωοθηκικής και, ενδεχομένως, της επινεφριδικής λειτουργίας, η θεωρία της αντίστασης της ινσουλίνης και της αντισταθμιστικής υπερινσουλιναιμίας καθώς και η θεωρία της διαταραχής έκκρισης υποθαλαμικών (GnRH) και υποφυσιακών (LH) ορμονών και οι τρεις τους με κοινό παρανομαστή  την αυξημένη παραγωγή ανδρογόνων. Η οικογενής εμφάνιση του συνδρόμου είναι γνωστή από πολλά χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι αρκετές φορές υπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό για ΣΠΩ στην υπό εξέταση ασθενή μας.

Όπως προαναφέρθηκε στα κριτήρια διάγνωσης οι ασθενείς συνήθως προσέρχονται για ένα ή περισσότερα συμπτώματα όπως διαταραχές του κύκλου (αραιοί/συνχοί/απουσία κύκλων), υπογονιμότητα, δασυτριχισμό, ακμή, ανδρικού τύπου αλωπέκια, ακμή. Η αναγνώριση του συνδρόμου στην πλήρη του κλινική έκφραση δεν παρουσιάζει παθογνωμονικά σημεία και η φαινοτυπική του ετερογένεια αποτελεί διαγνωστική πρόκληση. Εδώ παίζει σημαντικό ρόλο η αξιολόγηση της ασθενούς από Ενδοκρινολόγο ώστε με την λήψη του ιατρικού ιστορικού, την αντικειμενική εξέταση και την διενέργεια κατάλληλων εξετάσεων να γίνει η σωστή διάγνωση και επομένως σωστή και εξατομικευμένη θεραπεία.

‘Οσον αφορά την θεραπευτική προσέγγιση της ασθενούς έχει μεγάλη σημασία  να λαμβάνουμε υπόψη ότι το ΣΠΩ θεωρείται κατεξοχήν αναπαραγωγική αλλά και μεταβολική διαταραχή. Το 30-75% των γυναικών με ΣΠΩ είναι παχύσαρκες και στην πλειοψηφία τους εμφανίζουν ανδρικού τύπου κατανομή με συσσώρευση σπλαγχνικού λίπους στην κοιλιακή χώρα, αυτό που πολύ συχνά ονομάζουμε «κακό λίπος» και που ευθύνεται, στο πολύ γνωστό σε όλους μας, Μεταβολικό Σύνδρομο. Επίσης στις υπέρβαρες και παχύσαρκες προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ο επιπολασμός του ΣΠΩ είναι τετραπλάσιος από αυτόν στον γενικό πληθυσμό. Γυναίκες με ΣΠΩ και αραιομηνόρροια (παχύσαρκες και μη) εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2  ο οποίος είναι ακόμα μεγαλύτερος όταν συνυπάρχει παχυσαρκία και οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη. Επίσης το ΣΠΩ συνοδεύεται από αύξηση του κινδύνου εμφάνισης υπερχοληστερολαιμίας και υπερτριγλυκεριδαιμίας, ενώ στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με ιστορικό ΣΠΩ αυξάνεται κατακόρυφα η συχνότητα εμφάνισης αρτηριακής πίεσης.

Συνοψίζοντας, η πολυσυστηματική κλινική έκφραση του ΣΠΩ επιτάσσει αντίστοιχα πολυμετωπική θεραπευτική προσέγγιση και εδώ πέραν της εξατομικευμένης φαρμακευτικής αγωγής, πρωταρχικό ρόλο παίζει η αλλαγή τρόπου ζωής, δηλαδή υιοθέτηση σωστής διατροφικής συμπεριφοράς και σωματικής άσκησης.

ΟΖΟΙ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ

Ο θυρεοειδής βρίσκεται στην μπροστινή επιφάνεια του τραχήλου (λαιμού), έχει το σχήμα πεταλούδας και πολλές φορές γίνεται ορατός κατά την διάρκεια της κατάποσης (τον βλέπουμε να ανεβοκατεβαίνει). Παράγει ορμόνες, τριιωδοθυρονίνη (Τ3) και θυροξίνη (Τ4) οι οποίες διαχειρίζονται επί το πλείστον την ενέργεια που χρησιμοποιεί και αποθηκεύει ο οργανισμός μας, με λίγα λόγια τον μεταβολισμό μας. Ο θυρεοειδής όμως ελέγχεται από έναν αδένα που βρίσκεται στον εγκέφαλο, την υπόφυση, η οποία παράγοντας θυροτροπίνη (TSH) διεγείρει την έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών (Τ4,Τ3).  Αυτοί οι δύο αδένες βρίσκονται συνεχώς σε στενή συνεργασία και οποιαδήποτε λειτουργική διαταραχή του θυρεοειδούς επηρεάζει αντιστρόφως ανάλογα την έκκριση της TSH.

Οι όζοι του θυρεοειδούς είναι στρογγυλές ή οβάλ περιοχές θυρεοειδικού ιστού συνήθως διαφορετικής σύστασης σχετικά με το υπόλοιπο παρέγχυμα. Είναι συχνό εύρημα στο γενικό πληθυσμό, ειδικά τα τελευταία χρόνια χάρη στην ευρεία χρήση του υπερηχογραφήματος. Οι παράγοντες που μπορεί να προκαλέσουν την δημιουργία των όζων είναι ποικίλοι, ενώ περίπου το 95% αυτών είναι καλοήθεις.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Υπάρχουν διάφορα διαγνωστικά εργαλεία για την καλύτερη ταυτοποίηση ενός όζου (αν πρόκειται για καλοήθη ή κακοήθη) και επομένως για την βέλτιστη αντιμετώπισή του (χειρουργική αφαίρεση, παρακολούθηση ή άλλη θεραπεία). Η διαγνωστική προσέγγιση δεν είναι πάντα ίδια για όλους τους ασθενείς.

Καταρχάς εάν ένας ή περισσότεροι όζοι βρεθούν κατά την διάρκεια της κλινικής εξέτασης (ψηλάφηση του θυρεοειδόυς) ή κατά την διενέργεια υπερηχογραφήματος (triplex)  καρωτίδων, αξονικής/μαγνητικής τραχήλου για άλλο λόγο ο γιατρός σας πρέπει να σας παραπέμψει σε Ενδοκρινολόγο για να γίνουν πιο ειδικές εξετάσεις:

-Σε όλους τους ασθενείς πρέπει να ζητηθεί ορμονολογικός έλεγχος για να αξιολογηθεί η λειτουργία του θυρεοειδούς. Σε μερικούς ασθενείς μπορεί να ζητηθούν και τα αντισώματα έναντι του θυρεοειδούς.

– Υπερηχογράφημα θυρεοειδούς για την αξιολόγηση των διαστάσεων και της μορφολογίας του όζου, την ύπαρξη έτερων όζων, την ηχοδομή του υπόλοιπου παρεγχύματος και την αξιολόγηση των τραχηλικών λεμφαδένων.

-Εάν δεν υπάρχει διαταραχή της θυρεοειδικής λειτουργίας τότε ανάλογα με τα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά ή/και το μέγεθος του όζου καθώς και το ατομικό ή/και οικογενειακό ιστορικό μπορεί να χρειαστεί άμεσα παρακέντηση, τώρα πλέον υπό καθοδήγηση υπερήχων, για να αναλυθούν τα κύτταρα του όζου.

-Εάν ο ορμονολογικός έλεγχος αναδείξει υπερλειτουργία (TSH  στα κατώτερα φυσιολογικά επίπεδα ή κατεσταλμένο) τότε χρειάζεται να γίνει πρώτα σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς για να δούμε εάν πρόκειται για θερμό όζο (όζο δηλαδή που προσλαμβάνει το ραδιοφάρμακο) ή ψυχρό όζο (δεν προσλαμβάνει το ραδιοφάρμακο). Στην τελευταία περίπτωση, εάν και εντέλει το μεγαλύτερο μέρος των ψυχρών όζων αποδεικνύεται καλοήθους σύστασης, χρήζει περεταίρω διερεύνηση με παρακέντηση για να γίνει κυτταρολογική εξέταση (δες πάνω). Στους θερμούς όζους δεν χρειάζεται να γίνει παρακέντηση διότι σπανιότατα πρόκειται για κακοήθεια.

-Στην περίπτωση που συνυπάρχει υποθυροειδισμός (αυξημένα επίπεδα TSH)  και χρήζει θεραπεία υποκατάστασης με θυροξίνη, τότε η διερεύνηση του/των όζων, επί τον πλείστον, είναι προτιμότερο να διεξαχθεί μόλις  ομαλοποιηθεί η θυρεοειδική λειτουργία.

-Σε μερικές περιπτώσεις ο Ενδοκρινολόγος μπορεί να ζητήσει την μέτρηση της καλσιτονίνης η οποία είναι αρκετά αυξημένη σε έναν τύπο καρκίνου του θυρεοειδούς, το μυελοειδές καρκίνωμα. Μετρίως αυξημένα επίπεδα καλσιτονίνης μπορεί να βρεθούν και σε άλλες καλοήθεις διαταραχές του θυρεοειδούς ή σε άλλες παθήσεις και στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να χρειαστεί περαιτέρω διερεύνηση.  

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Εάν προκειται για υπερλειτουργικό/θερμό όζο τότε η θεραπεία μπορεί να είναι από του στόματος αγωγή με σκοπό να καταστείλει την σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών, χειρουργική αφαίρεση ή θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο. Η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας εξαρτάται από την ηλικία του ασθενούς, τα χαρακτηριστικά του όζου και την παρουσία έτερων όζων, τις αντενδείξεις ως προς μια θεραπεία έναντι κάποιας άλλης καθώς και τις προτιμήσεις του ίδιου του ασθενούς.

Εάν χρειαστεί παρακέντηση είτε ως εξέταση πρώτης επιλογής είτε έπειτα από σπινθηρογράφημα διότι ο όζος είναι ψυχρός η θεραπευτική προσέγγιση εξαρτάται από τα ευρήματα της κυτταρολογικής εξέτασης.

-Σε μερικές περιπτώσεις το υλικό δεν είναι επαρκές για την σωστή κυτταρολογική ανάλυση όποτε η παρακέντηση πρέπει να επαναληφθεί.

-Σε ένα μικρό ποσοστό (10%) η κυτταρολογική εξέταση είναι αδιευκρίνιστη, με λίγα λόγια αυτό που λέμε ευρήματα «γκρίζας ζώνης». Στην προκειμένη περίπτωση η θεραπευτική επιλογή μπορεί να είναι χειρουργική αφαίρεση, επανάληψη της παρακέντησης ή/και στενή παρακολούθηση ανάλογα με την ηλικία του ασθενούς, παρουσία τυχόν συννοσηροτήτων, καθώς και παραγόντων που αυξάνουν την υποψία για κακοήθεια (κλινικά, υπερηχογραφικά στοιχεία, ατομικό ή/και οικογενειακό ιστορικό)

-Στις περιπτώσεις που η κυτταρολογική εξέταση είναι συμβατή με ευρήματα καλοήθειας τότε ο ασθενής χρήζει περιοδική παρακολούθηση του όζου. Εάν σε βάθος χρόνου τα χαρακτηριστικά του όζου μεταβληθούν τότε μπορεί να χρειαστεί επανάληψη της παρακέντησης. Οι όζοι μεγάλοι σε μέγεθος (> 3-4 εκ), ακόμα και αν είναι καλοήθεις, ειδικά με συμπιεστικά φαινόμενα στο λαιμό καλό είναι να αντιμετωπίζονται με χειρουργική αφαίρεση.

-Οι όζοι που στην κυτταρολογική εξέταση είναι κακοήθεις ή ύποπτοι για κακοήθεια χρήζουν χειρουργείο. Σε αυτές τις περιπτώσεις καλό είναι να έχει προηγηθεί από έμπειρο ακτινολόγο υπερηχογραφικός έλεγχος των τραχηλικών λεμφαδένων ώστε ο χειρουργός να έχει τις κατάλληλες πληροφορίες προ του χειρουργείου. Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστεί μετεγχειρητικά θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο ώστε να εξουδετερωθούν τα εναπομείναντα φυσιολογικά αλλά και καρκινικά κύτταρα με στόχο την καλύτερη παρακολούθηση του ασθενούς.

Σημαντικό  είναι να γνωρίζετε ότι ένα μικρό ποσοστό (περίπου 5%) όλων των όζων του θυρεοειδούς είναι κακοήθεις και ότι ο καρκίνος του θυρεοειδούς, στις περισσότερες περιπτώσεις, έχει εξαιρετική πορεία και άριστη επιβίωση.  

Δύο λόγια για την θεραπεία καταστολής με θυροξίνη για την θεραπευτική αντιμετώπιση των όζων με καλοήθη σύσταση και για την αντιμετώπιση των κυστικών όζων. Πλέον, σύμφωνα με τα νεότερα παγκόσμια δεδομένα, δεν συστήνεται η θεραπεία καταστολής με θυροξίνη διότι μεν δεν μειώνει όλους τους όζους δε αν κάποιοι μικρύνουν η μείωση δεν είναι σημαντική για να δικαιολογήσει την χρήση της θεραπείας η οποία μπορεί να αποδειχτεί και επιβλαβής (καρδιακές αρρυθμίες, οστεοπόρωση) ειδικά σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.  

Οι κυστικοί όζοι, συνήθως καλοήθεις αλλοιώσεις του θυρεοειδικού παρεγχύματος, χρήζουν απλή παρακολούθηση. Όταν όμως είναι μεγάλου μεγέθους και συμπτωματικοί μπορεί σε πρώτη φάση να διενεργηθεί εκκενωτική παρακέντηση. Δυστυχώς τις περισσότερες φορές υποτροπιάζουν (ξαναδημιουργούνται) οπότε η καλύτερη θεραπεία, πλην αντενδείξεων, είναι η χειρουργική τους αφαίρεση.

Πρακτικές συμβουλές για το πώς θα καταφέρεις να χάσεις κιλά

Το αυξημένο σωματικό βάρος προδιαθέτει σε εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η μείωση του σωματικού βάρους και η απόκτηση φυσιολογικού βάρους είναι βασικό συστατικό της καλής εξέλιξης του διαβήτη είτε πρόκειται για τύπου 1 είτε για τύπου 2. Σε πολλές περιπτώσεις διαβήτη τύπου 2, η απώλεια 5-10% σωματικού βάρους μπορεί να βελτιώσει τα σάκχαρα, τα λιπίδια και την αρτηριακή πίεση. Σημαντικό είναι να κατανοήσεις ότι στόχος δεν είναι η απότομη μείωση της τροφής έτσι ώστε να επέλθει μείωση του σωματικού βάρους αλλά η ελεγχόμενη μείωση της ποσότητας και η αντικατάσταση των βλαβερών συνηθειών σου από υγιεινές επιλογές έτσι ώστε ουσιαστικά να αλλάξει ο τρόπος ζωής σου όσον αφορά το φαγητό. Η προσεγμένη μείωση της ποσότητας της τροφής σημαίνει και μείωση θερμίδων.

  • Κατανάλωσε καθημερινά περίπου την ίδια ποσότητα θερμίδων.
  • Απόλαυσε το γεύμα σου αργά, πάντα στο τραπέζι, χωρίς να απασχολείσαι παράλληλα με τηλεόραση ή περιοδικά.
  • Φρόντισε να υπάρχει σαλάτα λαχανικών πάντα στο τραπέζι και ξεκίνα το γεύμα σου μ’ αυτήν.
  • Προτίμησε τροφές φτωχές σε λιπαρά, απόφυγε τα τηγανητά και χρησιμοποίησε μικρές ποσότητες ελαιόλαδου.
  • Αν πεινάς πολύ και δεν μπορείς να κρατηθείς μέχρι το επόμενο γεύμα, φάε πράσινη σαλάτα χωρίς λάδι.
  • Πίνε άφθονο νερό. Απόφυγε το αλκοόλ, δίνει πολλές θερμίδες.
  • Προσπάθησε το ψυγείο σου να είναι φτωχικό και άδειο παρά πλούσιο και γεμάτο. Μην αφήνεις ξηρούς καρπούς, μπισκότα και γλυκίσματα γύρω σου.
  • Άφηνε πάντα λίγο φαγητό στο πιάτο σου, βάζε μικρή μερίδα ή χρησιμοποίησε μικρότερο πιάτο.
  • Μην ξεχνάς τη σωματική άσκηση. Να ασκείσαι καθημερινά, π.χ. μια ώρα περπάτημα, κηπουρική κ.τ.λ.
  • Η συχνή επαφή με τον γιατρό ή τον διαιτολόγο σου θα σε βοηθήσει στην προσπάθειά σου.

Ινσουλίνη και Διατροφή

Όταν η ινσουλίνη αποτελεί το βασικό θεραπευτικό μέσο τότε χρειάζεται να είσαι πιο συνεπής στην ποσότητα και το ωράριο των γευμάτων σου. Είναι πολύ σημαντικό να εκπαιδευτείς κατάλληλα, γι’ αυτό πρέπει να απευθυνθείς στη θεραπευτική ομάδα (γιατρό-διαιτολόγο) που σε παρακολουθεί.

ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη είναι χρήσιμο:

1. Nα τρέφονται υγιεινά
2. Nα έχουν φυσιολογικό βάρος
3. Nα έχουν φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου, λιπιδίων αίματος και αρτηριακής πίεσης.

Σωστή επιλογή των κατάλληλων τροφών σε συνδυασμό με συχνή σωματική δραστηριότητα βοηθούν στην επίτευξη των στόχων του ατόμου με σακχαρώδη διαβήτη. Θρεπτικά συστατικά είναι τα συστατικά των τροφών που παρέχουν ενέργεια που μετρούνται σε θερμίδες. Τρεις είναι οι κατηγορίες των θρεπτικών συστατικών: οι υδατάνθρακες, οι πρωτεΐνες και τα λίπη. Η σωστή διατροφή περιλαμβάνει και τις τρεις κατηγορίες θρεπτικών συστατικών.

Υδατάνθρακες

Είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την αύξηση του σακχάρου του αίματος (γλυκόζης) μετά το γεύμα αλλά και η κύρια πηγή ενέργειας του οργανισμού. Συστήνεται να καλύπτουν το 45-65% των ημερήσιων θερμίδων. Η ποσότητα και η ποιότητά τους είναι σημαντικοί παράγοντες. Διακρίνονται σε απλούς και σύνθετους.

  1. Οι απλοί υδατάνθρακες αυξάνουν τα επίπεδα σακχάρου του αίματος άμεσα και δεν παρέχουν άλλα θρεπτικά συστατικά παρά μόνο θερμίδες. Η σουκρόζη (επιτραπέζια ζάχαρη) βρίσκεται στη ζάχαρη που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας, στο μέλι και σε σιρόπια. Η φρουκτόζη που βρίσκεται στα φρούτα προκαλεί μικρότερη αύξηση σακχάρου σε σύγκριση με τη σουκρόζη όπως ισχύει και για τη λακτόζη η οποία υπάρχει στα γαλακτοκομικά προϊόντα.
  2. Οι σύνθετοι υδατάνθρακες διασπώνται στον οργανισμό με πιο αργό ρυθμό σε σύγκριση με τους απλούς και δεν αυξάνουν απότομα το σάκχαρο στο αίμα. Περιέχονται στα φρούτα, τα λαχανικά και τα αμυλούχα προϊόντα ολικής άλεσης που είναι πλούσια σε φυτικές ίνες.

Τα άτομα με διαβήτη θα πρέπει να κατανέμουν τους υδατάνθρακες στα γεύματά τους με βάση την υγιεινή διατροφή, τις καθημερινές ανάγκες τους και τις συστάσεις του γιατρού ή του διαιτολόγου τους. Ειδικά όταν βρίσκονται σε εντατικοποιημένο σχήμα ινσουλίνης χρειάζεται να υπολογίζουν συστηματικά το ποσό των υδατανθράκων που καταναλώνουν σε κάθε γεύμα.

Tι είναι ο Γλυκαιμικός δείκτης;

Πέραν του υπολογισμού της ποσότητας των υδατανθράκων και της ποιότητάς τους στα γεύματα υπάρχει και ένα ακόμα «εργαλείο» που βοηθά στην καλύτερη ρύθμιση των τιμών σακχάρου 2-3 ώρες μετά το γεύμα. Αυτό το «εργαλείο» είναι ο γλυκαιμικός δείκτης που δείχνει πόσο γρήγορα ένα τρόφιμο αυξάνει τα επίπεδα σακχάρου αίματος σε σύγκριση με το λευκό ψωμί ή το σάκχαρο. Συστήνεται η κατανάλωση τροφίμων με μέτριο ή χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη. Παρόλα αυτά η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας τροφίμου με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, θα οδηγήσει σε αύξηση του μεταγευματικού σακχάρου. Παράγοντες που επηρεάζουν τον γλυκαιμικό δείκτη των τροφίμων είναι η περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες, σε λιπαρά, η ωρίμανση του τροφίμου καθώς και ο τρόπος παρασκευής τους.

Πρωτεΐνες

 

Συστήνεται να καλύπτουν το 15-20% από το σύνολο των ημερήσιων θερμίδων. Η πρωτεΐνη μπορεί να προέρχεται από ζωικές ή φυτικές πηγές. Οι ζωικές πρωτεΐνες περιέχονται στο κρέας, στα πουλερικά, στο ψάρι, στα αβγά, στο γάλα, στο γιαούρτι και στο τυρί και θεωρούνται πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας. Οι φυτικές πρωτεΐνες περιέχονται στα όσπρια, τα δημητριακά, τους ξηρούς καρπούς, τα λαχανικά και θεωρούνται πρωτεΐνες χαμηλής βιολογικής αξίας. Ωστόσο ο συνδυασμός των ζωικών και φυτικών πρωτεϊνών είναι απαραίτητος.

Λίπη

Συστήνεται να καλύπτουν το 25-35% του συνόλου των ημερήσιων θερμίδων. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η κατανάλωση των μονοακόρεστων λιπαρών οξέων που βρίσκονται στο ελαιόλαδο, στους ξηρούς καρπούς καθώς και στα ω-3 λιπαρά οξέα που βρίσκονται κυρίως στα λιπαρά ψάρια (σολομός, σκουμπρί, σαρδέλα, ρέγκα, κολιός κ.α.). Συστήνεται η περιορισμένη κατανάλωση των κορεσμένων λιπαρών οξέων που βρίσκονται στα κρέατα, αλλαντικά κ.α. και των trans λιπαρών που βρίσκονται στις μαργαρίνες και τα τηγανητά τρόφιμα. Προτιμάτε την κατανάλωση ψαριών και άσπρου κρέατος (κοτόπουλο, γαλοπούλα) αντί κόκκινου κρέατος (μοσχάρι, χοιρινό, αρνί) και ελαιόλαδου αντί βουτύρου και μαργαρίνης.

Βιταμίνες και ιχνοστοιχεία

Οι ποσότητες βιταμινών και ιχνοστοιχείων που συστήνονται για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη δεν διαφέρουν από αυτές που συστήνονται σε όλα τα άτομα είτε έχουν σακχαρώδη διαβήτη είτε όχι. Συμπληρώματα βιταμινών και ιχνοστοιχείων θα πρέπει να λαμβάνονται μόνο μετά τη σύμφωνη γνώμη του ιατρού. Συνήθως οι απαραίτητες ποσότητες βιταμινών και ιχνοστοιχείων καλύπτονται μέσα από μία ισορροπημένη διατροφή και έτσι δεν είναι απαραίτητη η επιπλέον φαρμακευτική χορήγηση βιταμινών και ιχνοστοιχείων.

Τι πρέπει να ξέρουμε για το Οινόπνευμα

Σε ό,τι αφορά το οινόπνευμα θα πρέπει να υπάρχει συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό ή τον διαιτολόγο σου ο οποίος μπορεί να καθορίσει τα όρια χρήσης του αλκοόλ ανάλογα με την περίπτωσή σου. Η ημερήσια κατανάλωση οινοπνεύματος (αλκοόλ) καλό είναι να αποφεύγεται ή να μην ξεπερνά το ένα ποτήρι αλκοόλ στις γυναίκες και μέχρι δύο ποτήρια στους άνδρες. Από έρευνες που έχουν γίνει, διαπιστώθηκε ότι η περιστασιακή χρήση (1-3 ποτά την εβδομάδα) αλκοόλ δεν βλάπτει τα άτομα με διαβήτη, μεγαλύτερη και συχνότερη όμως χρήση έχει βλαπτικά αποτελέσματα καθώς το αλκοόλ περιέχει πολλές θερμίδες, ενώ ορισμένα ηδύποτα (λικέρ) περιέχουν και πολλή ζάχαρη. Εξαιτίας των ιδιοτήτων του αλκοόλ να επιδρά με ορισμένα αντιδιαβητικά δισκία και να μειώνει την παραγωγή γλυκόζης από το ήπαρ, καλό είναι να καταναλώνεται πάντα με γεμάτο στομάχι, σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή υπογλυκαιμία. Η επίδραση του αλκοόλ μπορεί να οδηγήσει σε υπογλυκαιμία ακόμα και 24 ώρες μετά την κατανάλωσή του. Καλό είναι τα επίπεδα σακχάρου να είναι μεταξύ 100-140 mg/dL. Αν είναι χαμηλότερα θα πρέπει να καταναλώσεις κάποιο σνακ έτσι ώστε να αυξηθεί το σάκχαρο του αίματος και μετά να καταναλωθεί το αλκοόλ. Η μακροχρόνια αλόγιστη χρήση μπορεί να επιδεινώσει τη νευροπάθεια που προκαλεί ο διαβήτης, αλλά και να συμβάλει στην ανάπτυξη υπέρτασης, παχυσαρκίας και αύξηση των τριγλυκεριδίων.

 

Ταχυφαγεία (Fast Food)

 

Τα προϊόντα fast food είναι πλούσια σε θερμίδες, λίπος και αλάτι. Μεγάλη ποσότητα του προσλαμβανόμενου λίπους αποτελείται από trans-λιπαρά οξέα. Η συχνή κατανάλωση αυτών των λιπαρών έχει συσχετιστεί με καρδιαγγειακά νοσήματα. Όταν λοιπόν καταναλώνεις τρόφιμα fast food πρέπει να γνωρίζεις ότι λαμβάνεις μεγάλη ποσότητα αλατιού και λίπους η οποία έχει ως αποτέλεσμα αύξηση σωματικού βάρους.

Γλυκαντικές ύλες

 

Αντικαθιστούν τη ζάχαρη σε τρόφιμα και ποτά. Διακρίνονται στα φυσικά υποκατάστατα ζάχαρης και στα τεχνητά υποκατάστατα ζάχαρης.

α) Τα φυσικά υποκατάστατα είναι η φρουκτόζη, η σορβιτόλη (Ε420), η μανιτόλη (Ε421), η ξυλιτόλη (Ε967), η ισομαλτόζη (Ε953), η λακτιτόλη (Ε966) και η ισομαλτιτόλη (Ε953). Οι ουσίες αυτές αποδίδουν 2-4 θερμίδες ανά γραμμάριο αλλά έχουν πιο γλυκιά γεύση από τη ζάχαρη και γι’ αυτό μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μικρότερη ποσότητα.

β) Τα τεχνητά υποκατάστατα είναι η ακεσουλφάμη-Κ ή ακεσουλφαμικό κάλιο (Ε950), η ασπαρτάμη (Ε951), το κυκλαμικό οξύ (Ε952), η σακχαρίνη (Ε954), η σουκραλόζη (Ε955), η νεοτάμη (Ε961) και πρόσφατα προστέθηκε και το γλυκαντικό από το φυτό στέβια (Ε960). Όλες οι τεχνητές γλυκαντικές ύλες δεν μεταβολίζονται από το ανθρώπινο σώμα και απεκκρίνονται ακέραιες εκτός από την ασπαρτάμη. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν αποδίδουν ενέργεια (μηδενικές θερμίδες). Η ασπαρτάμη, αν και μεταβολίζεται, επειδή χρησιμοποιείται σε πολύ μικρές ποσότητες εξαιτίας της έντονης γλυκιάς γεύσης της, ουσιαστικά δεν έχει θερμίδες.

Οι συγκεκριμένες ουσίες δεν επηρεάζουν τα επίπεδα σακχάρου και ινσουλίνης στο αίμα, γι’ αυτό είναι ιδανικές για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη. Επιπλέον, είναι ανθεκτικές σε υψηλές θερμοκρασίες και μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις στο μαγείρεμα, με εξαίρεση την ασπαρτάμη. Όλες οι γλυκαντικές ουσίες έχουν πάρει έγκριση από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων και η αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη, που έχει καθιερωθεί, είναι υψηλότερη από αυτή που μπορεί να καταναλώσει ο άνθρωπος μακροχρόνια. Οι τεχνητές γλυκαντικές ουσίες, αν και δεν αποδίδουν σχεδόν καθόλου ενέργεια, όταν χρησιμοποιούνται ως επιτραπέζια γλυκαντικά για να μοιάζουν με τη ζάχαρη προσθέτονται στη σύστασή τους ουσίες (π.χ. δεξτρόζη και μαλτοδεξτρίνη) οι οποίες έχουν θερμίδες και υδατάνθρακες. Έτσι, όταν ένα επιτραπέζιο γλυκαντικό αναγράφει τον ισχυρισμό «χωρίς θερμίδες», ουσιαστικά σημαίνει ότι αποδίδει ενέργεια ίση ή λιγότερη από 5 θερμίδες ανά μερίδα. Έτσι για να μην επηρεαστούν τα επίπεδα σακχάρου, καλό είναι η κατανάλωση αυτών των προϊόντων να γίνεται με μέτρο. Γενικά, όταν καταναλώνεις ένα προϊόν που αναγράφει έναν από τους ισχυρισμούς «χωρίς ζάχαρη», ή «χωρίς προσθήκη ζάχαρης», ή «με λιγότερη ζάχαρη» εφάρμοσε τον χρυσό κανόνα «ελέγχω πάντα τη διατροφική ετικέτα για τη συνολική ποσότητα υδατανθράκων».

ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ

Η άσκηση γενικά:

  • Βελτιώνει τη δράση της ινσουλίνης
  • Μειώνει («καίει») το πλεονάζον λίπος και βοηθάει στον έλεγχο του σωματικού βάρους
  • Βελτιώνει τη μυϊκή αντοχή
  • Βελτιώνει την οστική πυκνότητα και αντοχή
  • Μειώνει την αρτηριακή πίεση
  • Προστατεύει την καρδιά και τα αγγεία αυξάνοντας την «καλή» και μειώνοντας την «κακή» χοληστερίνη
  • Βελτιώνει την κυκλοφορία του αίματος και μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου
  • Αυξάνει το επίπεδο ενέργειας
  • Βοηθάει στη χαλάρωση και στη μείωση του άγχους

Η άσκηση είναι απαραίτητο συστατικό της θεραπείας του διαβήτη τύπου 2. Όχι μόνο βοηθάει στον έλεγχο του σακχάρου αλλά βελτιώνει τη φυσική κατάσταση και μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.

Ποια είδη άσκησης είναι καλύτερα για άτομα με διαβήτη

Κάθε δραστηριότητα που αυξάνει τον καρδιακό σου ρυθμό και τον διατηρεί σε υψηλά επίπεδα για ένα χρονικό διάστημα βελτιώνει την αεροβική σου ικανότητα. Η αεροβική άσκηση βοηθάει στην πρόληψη του διαβήτη τύπου 2 και στην καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου σε άτομα με διαβήτη, γενικώς. Εκτός από αυτά όμως βελτιώνει τη διάθεση και είναι διασκεδαστική. Δύσκολα αισθάνεται κανείς άγχος όταν κάνει διάδρομο ή όταν κολυμπάει. Σύμφωνα με τα τελευταία ερευνητικά δεδομένα οι ασκήσεις αντίστασης όπως οι ασκήσεις με βάρη βοηθούν επίσης σημαντικά στη ρύθμιση του σακχάρου. Έχουν ως αποτέλεσμα παρόμοιες μειώσεις στα επίπεδα του σακχάρου με αυτές που προκαλούν τα αντιδιαβητικά δισκία. Επιπρόσθετα, βελτιώνουν τη μυϊκή δύναμη και μάζα, μειώνουν το λίπος, βελτιώνουν τη διάθεση και την αυτοπεποίθηση.

ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ να ασκείσαι τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα για περίπου 30 λεπτά κάθε φορά. Ιδανικά να ασκείσαι κάθε μέρα. Ένα καλό πρόγραμμα άσκησης περιλαμβάνει 5 με 10 λεπτά προθέρμανση, τουλάχιστον 15 με 30 λεπτά συνεχή αερόβια άσκηση (γρήγορο περπάτημα ή ποδηλασία) και 5 λεπτά χαλάρωση στο τέλος. Πρόσθεσε σε αυτό το πρόγραμμα ασκήσεις μυϊκής ενδυνάμωσης ή αντίστασης 2 με 3 φορές την εβδομάδα

 

Ωστόσο χρειάζεται προσοχή! Θυμήσου να μετράς και να καταγράφεις το σάκχαρο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση. Αυτή η καταγραφή θα αποκαλύψει πώς ανταποκρίνεται το σώμα σου στην άσκηση και θα βοηθήσει να αποφύγεις επικίνδυνες διακυμάνσεις του σακχάρου. Η άσκηση επιδρά με τον ίδιο τρόπο σε άτομα με ή χωρίς σακχαρώδη διαβήτη. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες η ινσουλίνη εκκρίνεται από το πάγκρεας όταν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα αυξάνονται, όπως για παράδειγμα μετά το φαγητό. Η ινσουλίνη είναι απαραίτητη για τη χρησιμοποίηση του σακχάρου από το ήπαρ και τους μυς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ελαττώνονται τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Κατά τη διάρκεια της άσκησης το σώμα χρειάζεται πρόσθετη ενέργεια/ καύσιμο με τη μορφή σακχάρου για τους ασκούμενους μυς. Κατά την άσκηση σύντομης διάρκειας, όπως ένα γρήγορο τρέξιμο για να προλάβεις το λεωφορείο, οι μυς και το ήπαρ απελευθερώνουν σάκχαρο από τις αποθήκες τους για να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο. Αν η άσκηση συνεχιστεί σε μέτρια ένταση ωστόσο, οι μυς προσλαμβάνουν σάκχαρο με έναν ρυθμό 20 φορές μεγαλύτερο από αυτόν που προσλαμβάνουν σε ηρεμία. Άρα τα επίπεδα σακχάρου ελαττώνονται. Στα άτομα που δεν χρησιμοποιούν ινσουλίνη ή αντιδιαβητικά δισκία, τα επίπεδα ινσουλίνης ελαττώνονται και έτσι μειώνεται ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας. Επίσης στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη η έντονη άσκηση ΜΠΟΡΕΙ παροδικά και να αυξήσει τα επίπεδα σακχάρου. Αν έχεις διαβήτη πρέπει οπωσδήποτε να ελέγχεις το σάκχαρό σου μετά την άσκηση για να αντιληφθείς αν αυτό συμβαίνει και σε εσένα.

Πριν την άσκηση: μέτρα το σάκχαρό σου

Πριν ξεκινήσεις ένα πρόγραμμα άσκησης πρέπει οπωσδήποτε να έχεις την έγκριση του γιατρού σου, ειδικά αν η φυσική σου δραστηριότητα προηγουμένως ήταν περιορισμένη. Συζητήστε με τον γιατρό σας ποιες δραστηριότητες είναι οι καταλληλότερες και τις ώρες που σκοπεύεις να ασκηθείς αλλά και την πιθανή τροποποίηση της φαρμακευτικής σου αγωγής. Αν χρησιμοποιείς ινσουλίνη ή φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν υπογλυκαιμία μέτρα το σάκχαρό σου 30 λεπτά πριν την άσκηση και αμέσως πριν την άσκηση. Αυτό θα σε βοηθήσει να καταλάβεις αν τα επίπεδα σακχάρου είναι σταθερά, αυξάνονται ή μειώνονται και αν η άσκηση είναι ασφαλής.

Αναγνώρισε συμπτώματα υπογλυκαιμίας

Κατά τη διάρκεια της άσκησης πρέπει να αποφύγεις την υπογλυκαιμία. Αν η άσκηση είναι παρατεταμένη, μέτρα το σάκχαρό σου κάθε 30 λεπτά, ειδικά αν ξεκινάς ένα καινούριο πρόγραμμα άσκησης ή αν μεταβάλλεις την ένταση ή τη διάρκεια του προγράμματος. Αυτό μερικές φορές είναι δύσκολο όταν η άσκηση γίνεται στην ύπαιθρο ή συμμετέχεις σε οργανωμένα σπορ. Ωστόσο είναι απαραίτητο τουλάχιστον μέχρι να αντιληφθείς πως το σώμα σου ανταποκρίνεται στις αλλαγές ενός προγράμματος άσκησης.

 

Σταμάτα την άσκηση αν:

-Το σάκχαρο είναι κάτω από 70 mg/dL

-Αισθάνεσαι τρόμο, νευρικότητα ή σύγχυση

-Φάε ή πιες κάτι για να ανέβουν τα επίπεδα σακχάρου (15-20 gr υδατανθάρκων), όπως: Δύο έως πέντε ταμπλέτες γλυκόζης, μισό ποτήρι (125 ml) χυμό, μισό ποτήρι ανθρακούχο ποτό με ζάχαρη, Πέντε ή έξι καραμέλες με ζάχαρη

-Μέτρα πάλι το σάκχαρο σε 15 λεπτά. Αν ακόμα είναι χαμηλό, κατανάλωσε άλλη μια φορά το ίδιο τρόφιμο ή ποτό με ζάχαρη και ξαναμέτρα σε 15 λεπτά. Πρέπει να επαναλάβεις όσες φορές χρειαστεί μέχρι το σάκχαρο να επανέλθει στα 70 mg/dL. Μπορείς να συνεχίσεις την άσκηση μόνο όταν το σάκχαρο είναι σε ασφαλή όρια.

Μετά την άσκηση: Μέτρα το σάκχαρό σου πάλι

Μέτρα το σάκχαρό σου αμέσως μετά την άσκηση και αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των επόμενων ωρών. Η άσκηση έχει εξαντλήσει τις αποθήκες γλυκόζης στους μυς και στο ήπαρ. Καθώς το σώμα σου ξαναγεμίζει αυτές τις αποθήκες παίρνει το σάκχαρο από το αίμα. Όσο πιο έντονη είναι η άσκηση τόσο πιο μεγάλη θα είναι η επίδραση στα επίπεδα σακχάρου. Υπογλυκαιμία ΜΠΟΡΕΙ να συμβεί ακόμα και ΠΟΛΛΕΣ ΩΡΕΣ μετά την άσκηση.

Συμβουλές άσκησης

-Για να μειώσεις τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας αν έχεις διαβήτη ακολούθησε ένα σταθερό πρόγραμμα άσκησης και προγραμμάτισε τα γεύματα και τη λήψη των φαρμάκων σου την ίδια ώρα κάθε μέρα

-Παρατεταμένη ή πολύ έντονη άσκηση μπορεί να προκαλέσει την παραγωγή αδρεναλίνης και άλλων ορμονών που ανταγωνίζονται τη δράση της ινσουλίνης και μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα σακχάρου. Αν συμμετέχεις σε πολύ έντονη άσκηση ή σε παρατεταμένη άσκηση (που διαρκεί αρκετές ώρες) ίσως χρειαστεί τροποποίηση στο σχήμα ινσουλίνης/αντιδιαβητικών δισκίων που χρησιμοποιείς ή και στη δια  τροφή σου. Συζήτησέ το με το γιατρό σου

-Προσοχή όταν κάνεις άσκηση τις ώρες που τα φάρμακά σου έχουν τη μεγαλύτερη δράση. Ανάλογα με την ώρα της άσκησης, ίσως χρειαστεί μείωση της δόσης της βασικής ή γευματικής ινσουλίνης. Ο γιατρός σου θα σου δώσει τις κατάλληλες οδηγίες.

-Καλύτερα να ασκείσαι μαζί με κάποιον που γνωρίζει ότι έχεις διαβήτη και ξέρει τι να κάνει σε περίπτωση υπογλυκαιμίας.

-Είναι χρήσιμο να έχεις μαζί σου μια ταυτότητα που να αναγράφει την πάθηση και τα φάρμακά σου.

– Μέτρα το σάκχαρο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση και πάντα έχεις μαζί σου ένα σνακ με υδατάνθρακες (φρούτο, χυμός) για την περίπτωση υπογλυκαιμίας.

-Συζήτησε με τον γιατρό σου ποιος είναι ο κατάλληλος τύπος άσκησης για εσένα. Κάποιες επιπλοκές του διαβήτη, όπως προχωρημένη αμφιβληστροειδοπάθεια ή νευροπάθεια, μπορεί να κάνουν κάποιες ασκήσεις επικίνδυνες. Ο γιατρός σου θα προγραμματίσει μια εξέταση για να εκτιμήσει την ανταπόκριση της καρδιάς σου στην άσκηση.

-Μην ξεκινάς την άσκηση αν έχεις διαβήτη τύπου 1 και το σάκχαρό σου είναι πάνω από 250 mg/dL και έχεις θετικές κετόνες στο αίμα γιατί μάλλον έχεις έλλειψη ινσουλίνης και η άσκηση θα αυξήσει ακόμα περισσότερο τα επίπεδα σακχάρου. Πάρε υγρά, προσάρμοσε τη δόση της ινσουλίνης και επικοινώνησε με τον γιατρό σου.

-Ξεκίνα αργά και σταδιακά, αύξησε την ένταση και τη διάρκεια. Επέλεξε μια δραστηριότητα που σε διασκεδάζει. Αν περνάς καλά όταν ασκείσαι η άσκηση θα γίνει τρόπος ζωής. Αν έχεις παραπανίσια κιλά μια καλή ιδέα είναι η γυμναστική στο νερό. Άλλες επιλογές είναι η ποδηλασία ή το κολύμπι. Να φοράς άνετα παπούτσια και να προσέχετε τα πόδια σας. Να πίνεις νερό πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση για να αποφύγεις την αφυδάτωση. Μην αγνοείς τον πόνο! Σταμάτα την άσκηση αν νιώσεις αδικαιολόγητο πόνο στους μυς και στις αρθρώσεις.

Η σωστή διατροφή και η τακτική άσκηση σε συνδυασμό με την φαρμακευτική αγωγή είναι τα καλύτερα μέσα για να επιτευχθεί η άριστη ρύθμιση του σακχάρου καθώς και να αποφευχθούν οι χρόνιες επιπλοκές του διαβήτη.

ΥΠΕΡΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ

Ο υπερθυρεοειδισμός συμβαίνει όταν ο θυρεοειδής μας λειτουργεί περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε, εκκρίνοντας υπερβολικές ποσότητες ορμονών. Αυτό επιφέρει αύξηση του μεταβολισμού και εμφάνιση διάφορων συμπτωμάτων που ανάλογα με την βαρύτητα της κατάστασης μπορεί να γίνουν λιγότερο ή περισσότερο αντιληπτά από τον ασθενή.

Τι είναι όμως ο θυρεοειδής αδένας;  

Ο θυρεοειδής βρίσκεται στην μπροστινή επιφάνεια του τραχήλου (λαιμού), έχει το σχήμα πεταλούδας και πολλές φορές γίνεται ορατός κατά την διάρκεια της κατάποσης (τον βλέπουμε να ανεβοκατεβαίνει). Παράγει ορμόνες, τριιωδοθυρονίνη (Τ3) και θυροξίνη (Τ4) οι οποίες διαχειρίζονται επί το πλείστον την ενέργεια που χρησιμοποιεί και αποθηκεύει ο οργανισμός μας, με λίγα λόγια τον μεταβολισμό μας. Ο θυρεοειδής όμως ελέγχεται από έναν αδένα που βρίσκεται στον εγκέφαλο, την υπόφυση, η οποία παράγοντας θυροτροπίνη (TSH) διεγείρει την έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών (Τ4,Τ3).  Αυτοί οι δύο αδένες βρίσκονται συνεχώς σε στενή συνεργασία και οποιαδήποτε λειτουργική διαταραχή του θυρεοειδούς επηρεάζει αντιστρόφως ανάλογα την έκκριση της TSH.

Ποια  είναι τα αίτια του Υπερθυρεοειδισμού;

  1. Νόσος του Graves. Είναι η πιο συχνή αιτία υπερλειτουργίας του θυρεοειδούς ιδιαίτερα στο γυναικείο φύλο και κατά την διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας (20-40 χρόνων). Μπορεί όμως να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία στους άνδρες και στις γυναίκες. Ως αυτοάνοσο νόσημα, δηλαδή το ανοσοποιητικό μας σύστημα παράγει ένα αντίσωμα που διεγείρει τον θυρεοειδή μας, μπορεί να συνυπάρχει με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα στον ίδιο ασθενή (Νόσο του Crohn, ρευματοειδή αρθρίτιδα, κοιλιοκάκη, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1  κλπ). Επίσης, όπως γενικά συμβαίνει στις αυτοάνοσες παθήσεις, υπάρχει οικογενειακή προδιάθεση. Μερικοί ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν πρόβλημα στα μάτια (θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια ή οφθαλμοπάθεια Graves) με εξόφθαλμο, ξηροφθαλμία, οίδημα, διπλωπία μέχρι και απώλεια της όρασης στις σοβαρότερες μορφές. Ένας από τους παράγοντες κινδύνου εμφάνισης και επιδείνωσης της οφθαλμοπάθειας θεωρείται το κάπνισμα.
  2. Ένας ή περισσότεροι όζοι του θυρεοειδούς που μπορούν με τα χρόνια να αυτονομηθούν,  παράγοντας περισσότερες θυρεοειδικές ορμόνες και επομένως να προκαλέσουν υπερθυρεοειδισμό. Είναι αυτό που εμείς οι Ενδοκρινολόγοι αποκαλούμε τοξικό αδένωμα ή τοξική πολυοζώδη βρογχοκήλη και που στο σπινθηρογράφημα απεικονίζονται ως θερμοί όζοι.
  3. Στην περίπτωση που ο υπερθυρεοειδισμός οφείλεται σε φλεγμονή και καταστροφή του παρεγχύματος είτε αυτοάνοσης αιτιολογίας  (θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό) είτε πιθανούς ιογενούς αιτιολογίας, συνήθως μετά από ίωση του άπω αναπνευστικού συστήματος (υποξία θυρεοειδίτιδα).
  4. Φάρμακα: αμιοδαρόνη, ιντερφερόνη, λίθιο
  5. Υπερβολικές δόσεις θυροξίνης

 

Ποια είναι τα συμπτώματα του Υπερθυρεοειδισμού;

 

  1. Απώλεια βάρους με κανονική ή αυξημένη όρεξη
  2. Ταχυκαρδία μέχρι και καρδιακή αρρυθμία
  3. Διαρροικές κενώσεις
  4. Άγχος, εκνευρισμός, δυσκολία στον ύπνο
  5. Τρόμος στα χέρια, εφίδρωση, δυσανεξία στην ζέστη
  6. Κούραση, αδυναμία
  7. Διαταραχές έμμηνου ρύσης

 

Διάγνωση

Η διάγνωση γίνεται με εξετάσεις αίματος : TSH, Ft4, T3 (Ft3) και απεικονιστικό έλεγχο με σπινθηρογράφημα. Μπορεί να χρειαστεί επιπλέον η μέτρηση των αντισωμάτων (TSI, anti-TPO & anti-TG) και υπερηχογράφημα θυρεοειδούς με triplex για τον έλεγχο της ενδοθυρεοειδικής αγγείωσης.

Θεραπεία

Τρεις είναι οι επιλογές

  1. Αντιθυρεοειδικά φάρμακα
  2. Ραδιενεργό ιώδιο
  3. Χειρουργική επέμβαση

Η ηλικία, η σοβαρότητα, η αιτία του υπερθυρεοειδισμού αλλά και η προτίμηση του ασθενούς παίζουν ρόλο στην επιλογή της κατάλληλης θεραπείας.

Φαρμακευτική αγωγή

Δύο είναι οι κατηγορίες φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στην θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού.

Τα αντιθυρεοεικά όπως μεθιμαζόλη (unimazole), καρβιμαζόλη (Thyrostat) και προπυλοθειουρακίλη (prothuril) τα οποία μειώνουν την παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών. Συνήθως προτιμούμε τα δύο πρώτα λόγω λιγότερων ανεπιθύμητων ενεργειών με μόνη εξαίρεση το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης που χορηγούμε προπυλοθειουρακίλη.

Τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα χορηγούνται: α) για ένα μικρό διάστημα με στόχο να καταστήσουν  τον ασθενή ευθυρεοειδικό πριν από το χειρουργείο ή το ραδιενεργό ιώδιο (συνήθως στην δεύτερη περίπτωση τα φάρμακα διακόπτονται μερικές μέρες πριν την λήψη ιωδίου για να αυξηθεί η πρόσληψη του ραδιοφαρμάκου και να γίνει εφικτή η καταστροφή τους θυρεοειδούς).   β) για μεγαλύτερο διάστημα (1-2 χρόνια) όπως στην Νόσο Graves με σκοπό να επιτύχουμε την ίαση (συνήθως 30% μέχρι και 50-60% των ασθενών στις ηπιότερες μορφές της νόσου). Μετά την διακοπή μπορεί να υπάρξει υποτροπή ακόμα και έπειτα από χρόνια, οπότε τις περισσότερες φορές θα χρειαστεί να προβούμε σε μια από τις δύο μόνιμες θεραπείες, θυρεοειδεκτομή ή ραδιενεργό ιώδιο. Όλα τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν παρενέργειες για τις οποίες θα πρέπει να σας ενημερώσει ο ιατρός σας και περιοδικά να ελέγχει κάποιους βιοχημικούς δείκτες. Κατά την διάρκεια της αντιθυρεοειδικής αγωγής ο έλεγχος της θυρεοειδικής λειτουργίας πρέπει να γίνεται, τουλάχιστον αρχικά κάθε 1-2 μήνες.

Οι βήτα- αποκλειστές (κυρίως προπανολόλη) είναι η δεύτερη κατηγορία φαρμάκων και χορηγούνται με στόχο την καταπράυνση των συμπτωμάτων (ταχυκαρδίες, τρόμος, εκνευρισμός) μειώνοντας σταδιακά την δόση μέχρι να επιτευχθεί ο έλεγχος του υπερθυρεοειδισμού.

Ραδιενεργό Ιώδιο

Το ραδιενεργό ιώδιο χορηγείται σε υγρή μορφή ή σε κάψουλα και αποσκοπεί στην καταστροφή του θυρεοειδικού παρεγχύματος, συνήθως εντός 6-18 εβδομάδων. Σε άτομα με σοβαρά συμπτώματα, μεγαλύτερης ηλικίας και σε εκείνα με καρδιολογικά προβλήματα θα πρέπει να προηγείται, όπως προαναφέρθηκε, ένα διάστημα αντιθυρεοειδικής αγωγής η οποία διακόπτεται λίγες μέρες πριν την θεραπεία. Οι περισσότεροι ασθενείς μετά το ραδιενεργό ιώδιο γίνονται υποθυρεοειδικοί και πρέπει να λαμβάνουν εφόρου ζωής θεραπεία υποκατάστασης με θυροξίνη. Από την άλλη, 10-20% των ασθενών μπορεί χρειαστούν και δεύτερη δόση για να θεραπευθούν, συνήθως είναι εκείνοι με σοβαρότερο υπερθυρεοειδισμό και αδένα μεγάλων διαστάσεων. Μερικοί ασθενείς με Νόσο Graves μπορεί να παρουσιάσουν επιδείνωση της οφθαλμοπάθειας μετά το ραδιενεργό ιώδιο, κυρίως οι καπνιστές. Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπευτικό ιώδιο θα πρέπει να αποφεύγουν την κοντινή επαφή με παιδιά και εγκύους για 3 με 7 μέρες μετά την θεραπεία. Η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός αποτελούν απόλυτη αντένδειξη για τη λήψη ιωδίου, ενώ οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία καλό είναι να καθυστερήσουν τυχόν εγκυμοσύνη τουλάχιστον 6 μήνες (προτιμάται περισσότερο) μετά το ραδιενεργό ιώδιο.

Χειρουργική επέμβαση θυρεοειδεκτομής

Προτείνεται ως πρώτη επιλογή

  • ‘Όταν πρόκειται για ευμεγέθη βρογχοκήλη (θυρεοειδής αυξημένων διαστάσεων) με συμπιεστικά φαινόμενα στον τράχηλο
  • Μη δυνατότητα χορήγησης αντιθυρεοειδικής αγωγής λόγω σοβαρών παρενεργειών
  • Παρουσία όζου, ύποπτου για κακοήθεια.
  • Προτίμηση του ασθενούς

Τον πρώτο καιρό μετά το χειρουργείο ο ασθενής χρήζει τακτική παρακολούθηση της θυρεοειδικής λειτουργίας και του ασβεστίου στο αίμα. Όταν επιτευχθεί άριστη ρύθμιση η παρακολούθηση γίνεται 1-2 φορές το χρόνο. Καλό είναι να γνωρίζουν οι ασθενείς ότι συνήθως η χειρουργική επέμβαση καθιστά αναγκαία την θεραπεία υποκατάστασης με θυροξίνη εφόρου ζωής.

ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ

Ο όρος «σακχαρώδης διαβήτης» αναφέρεται σε μια διαταραχή του μεταβολισμού που χαρακτηρίζεται από αύξηση του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα, δηλαδή υπεργλυκαιμία, και οφείλεται σε απόλυτη ή σχετική έλλειψη ινσουλίνης ή/και μειονεκτική δράση της.

Για να καταλάβουμε καλύτερα πώς εμφανίζεται ο σακχαρώδης διαβήτης πρέπει να δούμε τι συμβαίνει στον οργανισμό μας κάθε φορά που τρώμε. Μεγάλο μέρος από το φαγητό που τρώμε, διασπάται στο στομάχι και στο έντερο σε σάκχαρο το οποίο στη συνέχεια απορροφάται και κυκλοφορεί στο αίμα. Όταν αυξάνεται το σάκχαρο στο αίμα, το πάγκρεας που βρίσκεται πίσω από το στομάχι, απελευθερώνει μια ουσία που ονομάζεται ινσουλίνη. Η ινσουλίνη είναι άκρως απαραίτητη προκειμένου να μπορέσει το σάκχαρο που είναι η βασικότερη τροφή των κυττάρων μας να μπει μέσα σε αυτά. Αν ο οργανισμός μας δεν μπορεί να απελευθερώσει την απαραίτητη ποσότητα ινσουλίνης ή αν η ινσουλίνη που παράγουμε δεν μπορεί να συνεργαστεί σωστά με τα κύτταρά μας, τότε το σάκχαρο δεν μπορεί να περάσει όλο μέσα σε αυτά και συσσωρεύεται στο αίμα. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται σακχαρώδης διαβήτης. Εκτός όμως από το σάκχαρο που προέρχεται απευθείας από την απορρόφηση της τροφής, σάκχαρο παράγει και το ήπαρ (συκώτι) με μια διαδικασία που ρυθμίζεται από την ινσουλίνη. Όταν λοιπόν δεν υπάρχει αρκετή ινσουλίνη τότε δεν ελέγχεται σωστά η παραγωγή σακχάρου από το ήπαρ με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υπεργλυκαιμίας (ιδίως της πρωινής).

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ

Οι κυριότεροι τύποι σακχαρώδη διαβήτη είναι οι εξής δύο:

Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1: Οφείλεται σε πλήρη αδυναμία του παγκρέατος να παραγάγει ινσουλίνη εξαιτίας της καταστροφής των ειδικών κυττάρων που την παράγουν λόγω ανοσολογικού μηχανισμού. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η διάγνωση γίνεται πριν την ηλικία των 30 ετών, ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Σε αυτήν την περίπτωση ο ασθενής είναι απαραίτητο να κάνει ινσουλίνη για να επιβιώσει. Η γενετική προδιάθεση αφενός και η επίδραση ορισμένων περιβαλλοντικών παραγόντων (π.χ. ιώσεις) αφετέρου μπορεί να προκαλέσουν ΣΔ τύπου 1. Ωστόσο δεν είναι εντελώς ξεκάθαρος ο αιτιολογικός ρόλος των παραγόντων αυτών.

Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2: Είναι πιο συχνός στους ενήλικες και για αυτό παλαιότερα ονομαζόταν «σακχαρώδης διαβήτης των ενηλίκων». Τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται και σε νεότερες ηλικίες ακόμα και σε παιδιά. Οφείλεται σε μειονεκτική δράση της ινσουλίνης και σε αδυναμία του παγκρέατος να παραγάγει την απαιτούμενη ποσότητα ινσουλίνης για να διατηρηθεί το σάκχαρο σε φυσιολογικά επίπεδα. Προδιαθεσικοί παράγοντες είναι ο ισχυρός παράγων της κληρονομικότητας χωρίς ωστόσο να σημαίνει απαραίτητα ότι τα παιδιά γονέων με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 θα νοσήσουν από αυτήν την πάθηση. Οι πιθανότητες αυξάνουν κατά πολύ όταν και οι δύο γονείς πάσχουν, όταν υπάρχει καθιστική ζωή και έλλειψη σωματικής άσκησης, παχυσαρκία, κακή διατροφή πλούσια σε κορεσμένα λίπη και απλά σάκχαρα καθώς και φτωχή σε φρούτα και λαχανικά. Η διαρκής προσήλωση σε συνήθειες υγιεινής διατροφής και τακτικής σωματικής άσκησης σε συνεργασία με τον κατάλληλο συνδυασμό φαρμακευτικής αγωγής (χάπια ή/και ινσουλίνη) θα επιτύχουν την όσο το δυνατόν καλύτερη ρύθμιση.

Άλλοι τύποι διαβήτη είναι:

  • Ο διαβήτης κύησης. Εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κυρίως ως αποτέλεσμα των ορμονικών μεταβολών, ενώ πρόσθετοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η κληρονομικότητα, η προϋπάρχουσα παχυσαρκία και η μεγάλη αύξηση του σωματικού βάρους κατά την εγκυμοσύνη.
  • Ο διαβήτης ως συνέπεια παθήσεων του παγκρέατος και ορισμένων ενδοκρινολογικών παθήσεων (π.χ. ο υπερθυρεοειδισμός, Cushing, Μεγαλακρία).
  • Μετά από λήψη ορισμένων φαρμάκων (π.χ. κορτιζόνη, διουρητικά, ψυχοφάρμακα) σε άτομα με προδιάθεση για διαβήτη.
  • Άλλες σπάνιες μορφές διαβήτη που οφείλονται σε κληρονομικά νοσήματα και γονιδιακές διαταραχές.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΔΙΑΒΗΤΗΣ

Πρόκειται για μεταβατικό-ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της φυσιολογικής κατάστασης και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον κυρίως για δυο λόγους. Πρώτον διότι χωρίς παρέμβαση, δηλαδή απώλεια βάρους, σωστή διατροφή και σωματική άσκηση είναι δυνατόν να εξελιχτεί σε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (κίνδυνος έως 50% σε 5 έτη), ενώ αντίθετα η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής είναι δυνατόν να αναστρέψει την πορεία προς τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Δεύτερον διότι σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΣΥΜΤΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ

Τα κλασικά συμπτώματα είναι η έντονη δίψα, η πολυουρία και η έντονη πείνα που οδηγεί σε πολυφαγία χωρίς απαραίτητα να αυξάνεται και το σωματικό βάρος. Η πολυουρία και η δίψα οφείλονται στο γεγονός ότι, όταν το σάκχαρο ξεπεράσει κάποια όρια, οι νεφροί δεν μπορούν πλέον να το συγκρατήσουν και αποβάλλεται στα ούρα συμπαρασύροντας και νερό. Άλλα συμπτώματα του σακχαρώδη διαβήτη είναι η ανεξήγητη αδυναμία/ καταβολή, η θόλωση της όρασης καθώς και ενοχλήσεις και κνησμός στα γεννητικά όργανα με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης ουρολοιμώξεων και μυκητιάσεων των γεννητικών οργάνων. Ειδικά ο ΣΔ τύπου 2 μπορεί να εμφανίζεται χωρίς ή με πολύ ήπια συμπτώματα ακόμα και εάν το σάκχαρο είναι υψηλό. Στην περίπτωση αυτή η διάγνωση γίνεται είτε τυχαία σε κάποια μέτρηση σακχάρου, είτε με τη διάγνωση κάποιων από τις χρόνιες επιπλοκές του (π.χ. μετά από μια οφθαλμολογική εξέταση ή κάποιο καρδιαγγειακό επεισόδιο). Αντίθετα στον ΣΔ τύπου 1 τα συμπτώματα είναι πιο έντονα και εμφανίζονται εξελίσσονται γρηγορότερα οδηγώντας σε ταχύτερη διάγνωση της νόσου.

ΠΟΙΑ ΑΤΟΜΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΕΛΕΓΧΟ ΓΙΑ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ (SCREENING)

  • Ηλικία ≥45 έτη
  • Άτομα με παχυσαρκία ανεξαρτήτως ηλικίας
  • Οικογενειακό ιστορικό διαβήτη τύπου 1 ή 2 σε γονείς, αδέλφια, παιδιά
  • Ιστορικό υπέρτασης ή καρδιοαγγειακής νόσου
  • Ιστορικό διαβήτη κύησης ή/και γέννηση παιδιών με σωματικό βάρος >4 kg
  • Γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
  • Λήψη φαρμάκων που προδιαθέτουν σε αύξηση της γλυκόζης αίματος

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΟΝ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ

Α) ΑΝΤΙΔΙΑΒΗΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ

Τις περισσότερες φορές με τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη χρειάζεται να χορηγηθούν αντιδιαβητικά φάρμακα μαζί με τη σωστή διατροφή και την άσκηση. Το είδος και τη δοσολογία των φαρμάκων θα τα καθορίσει ο θεράπων γιατρός. Τα φάρμακα αυτά είναι χρήσιμα, μόνον όταν ο οργανισμός εξακολουθεί να παράγει ινσουλίνη. Δεν χορηγούνται στην εγκυμοσύνη. Τα αντιδιαβητικά φάρμακα διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες που ταξινομούνται σε ομάδες σύμφωνα με τον τρόπο δράσης τους. Έτσι έχουμε φάρμακα που: α) Αυξάνουν την έκκριση της ινσουλίνης, β) Ελαττώνουν την αντίσταση των ιστών στην ινσουλίνη, γ) Ελαττώνουν την απορρόφηση των υδατανθράκων από το έντερο, δ) αυξάνουν τη αποβολή του σακχάρου από τα ούρα. Κανένας τύπος αντιδιαβητικών φαρμάκων δεν μπορεί να ρυθμίσει άριστα τον διαβήτη αν δεν συνδυαστεί με πιστή τήρηση των οδηγιών σωστής διατροφής και άσκησης.

Β) ΙΝΣΟΥΛΙΝΗ

Η ινσουλινοθεραπεία χρειάζεται στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • Σε άτομα με ΣΔ τύπου 1
  • Σε άτομα με ΣΔ τύπου 2 που δεν ρυθμίζονται ικανοποιητικά με άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα ή υπάρχει αντένδειξη για τη χορήγησή τους ή στην έναρξη του διαβήτη όταν υπάρχει σημαντική απορρύθμιση για να επιτύχουμε γρηγορότερη και πιο αποτελεσματική ρύθμιση του σακχάρου
  • Σε περιπτώσεις εγκυμοσύνης.

Χορήγηση ινσουλίνης και είδη

Καλό είναι να ξέρεις μερικά βασικά πράγματα για την ορμόνη αυτή. Η ινσουλίνη χορηγείται με υποδόρια ένεση ή σε συνεχή υποδόρια έγχυση με το σύστημα αντλίας (ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1) ή ενδοφλέβια (σε ασθενείς με ΣΔ τύπου 1 ή 2 κατά την διάρκεια οξείας απορρύθμισης στα πλαίσια νοσηλείας) . Δεν μπορείς να την πάρεις από το στόμα, γιατί καταστρέφεται από τα υγρά του στομάχου. Ανάλογα με τη δομή τους οι ινσουλίνες διακρίνονται σε ανθρώπινου τύπου (σήμερα χρησιμοποιούνται σπάνια) και σε ανάλογα ινσουλίνης, που δημιουργήθηκαν με τροποποίηση του μορίου της ανθρώπινης ινσουλίνης. Ανάλογα με τη δράση τους οι ινσουλίνες διακρίνονται σε ταχείας δράσης σε μακράς δράσης, ενώ κυκλοφορούν και τα μείγματα ινσουλίνης.

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ

Αυτοέλεγχος σακχάρου

Αυτοέλεγχος του διαβήτη ή αυτομέτρηση είναι η εξέταση του σακχάρου του αίματος από το ίδιο το άτομο με διαβήτη με μικρές, εύχρηστες και αξιόπιστες ηλεκτρονικές συσκευές που ονομάζονται σακχαρόμετρα. Ο αυτοέλεγχος εκτός από τη μέτρηση περιλαμβάνει την καταγραφή των μετρήσεων στο ειδικό ημερολόγιο και τον σχολιασμό των πιθανών παραγόντων που ευθύνονται για τις ακραίες τιμές, είτε υπογλυκαιμίες είτε υπεργλυκαιμίες. Ολοκληρώνεται με την επίδειξη του ημερολογίου αυτοελέγχου στην επόμενη συνάντηση με τον γιατρό και την ανάλογη προσαρμογή της θεραπείας, της διατροφής, της άσκησης και της συνολικής διαβίωσης. Η συχνότητα των μετρήσεων εξαρτάται από το είδος και τους στόχους της θεραπείας.

 

Έλεγχος κετονών (οξόνης) αίματος

Χρειάζεται σε ΣΔ τύπου 1 σε οξείες καταστάσεις απορρύθμισης, όπως είναι ο πυρετός, ο τραυματισμός, οι λοιμώξεις, η κύηση ή όταν το σάκχαρο αίματος είναι πάνω από 250 mg/dl. Επιβάλλεται σε συμπτώματα κετοξέωσης όπως είναι η ναυτία, οι έμετοι, οι κοιλιακοί πόνοι, η δίψα, η αφυδάτωση, η ζάλη, η θολή όραση, ο πονοκέφαλος. Η παρουσία αυξημένης οξόνης σε συνδυασμό με αυξημένα επίπεδα σακχάρου είναι κατεπείγουσα κατάσταση και χρειάζεται άμεση επικοινωνία με τον γιατρό ή και νοσηλεία.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Προϋπόθεση για την άριστη αντιμετώπιση του διαβητικού ασθενούς είναι η τακτική παρακολούθηση του με τους απαραίτητους κλινικούς και εργαστηριακούς ελέγχους

  • Μέτρηση γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c%). Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη HbA1C δείχνει τη μέση ρύθμιση του διαβήτη του τελευταίου διμήνου-τριμήνου. Η HbA1C και ο αυτοέλεγχος διαφέρουν και αλληλοσυμπληρώνονται σαν ιδανικό ζευγάρι.
  • Έλεγχος βιοχημικών – ορμονολογικών παραμέτρων στο αίμα και στα ούρα (γεν. αίματος, λιπίδια, ηπατική-νεφρική λειτουργία,  ηλεκτρολύτες, γεν.ούρων, μικρολευκωματίνη ούρων, θυρεοειδική λειτουργια, οστικός μεταβολισμός κτλ).
  • Παρακολούθηση συνοδών νοσημάτων και τυχόν χρόνιων επιπλοκών (μέτρηση αρτηριακής πίεσης, περιοδική καρδιολογική εκτίμηση, οφθαλμολογική εξέταση με βυθοσκόπηση, έλεγχος διαβητικής νευροπάθειας, εντοπισμός και αντιμετώπιση παραγόντων κινδύνου για σύνδρομο διαβητικού ποδιού κτλ)

Συνοπτικά ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια πάθηση που μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και αυτό εξαρτάται από δύο συντελεστές: α) Τον γιατρό που ευθύνεται για τον θεραπευτικό σχεδιασμό. β) Το άτομο με διαβήτη που ευθύνεται για την εφαρμογή του σχεδίου. Η συνεργασία γιατρού και ατόμου με διαβήτη είναι μία πολύτιμη θεραπευτική συμμαχία εναντίον του διαβήτη. Η ευθύνη και η συμμετοχή στις αποφάσεις είναι κοινή και ισότιμη. Οι προσωπικές ανάγκες και προτιμήσεις του ασθενούς είναι σεβαστές και σημαντικές στη λήψη αποφάσεων. Η φροντίδα της υγείας του ατόμου με διαβήτη δεν είναι μόνο κοινωνική αλλά και ατομική υποχρέωση που προϋποθέτει κατάλληλη εκπαίδευση. Με την εκπαίδευση το άτομο με διαβήτη σταδιακά αναπτύσσει την ικανότητα να συμμετέχει συνειδητά στη φροντίδα της υγείας του, να είναι ευέλικτο, να κάνει σωστές επιλογές και να παίρνει συνετές αποφάσεις.

Θυρεοειδής αδένας

Ο θυρεοειδής αδένας είναι ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπινου σώματος. Εντοπίζεται στην πρόσθια περιοχή του τραχήλου, αποτελείται από 2 λοβούς (δεξιό και αριστερό), οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με τον ισθμό. Ενίοτε, σε ορισμένους ανθρώπους, υπάρχει και ένα τρίτος λοβός, ο πυραμοειδής, που είναι μια προσεκβολή του θυρεοειδούς προς τα άνω.

Η αρχική ονομασία του θυρεοειδούς ήταν “λαρυγγικός αδένας”. Θυρεοειδής ονομάστηκε το 1656 από τον Warton εξαιτίας του σχήματός του, που μοιάζει με ασπίδα (θυρεός = ασπίς). Η πρώτη αναφορά σε παθολογία του αδένα έγινε το 1786, όταν ο Parry μίλησε για υποθυρεοειδισμό και βρογχοκήλη.

Ο θυρεοειδής αδένας παράγει τρεις ορμόνες: 1) τη θυροξίνη ή τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4) και 2) την τριιωδοθυρονίνη (Τ3) που ρυθμίζουν το μεταβολισμό όλων των ιστών, και 3) την καλσιτονίνη που ελαττώνει τα επίπεδα του ασβεστίου του αίματος. Η σύνθεση και η έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών ρυθμίζεται από τη θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH) που παράγεται στην υπόφυση, η οποία, με τη σειρά της, εξαρτάται από την έκκριση της θυρεοεκλυτικής ορμόνης (TRH) που παράγεται στον υποθάλαμο. Απαραίτητο για τη σύνθεση θυρεοειδικών ορμονών είναι το ιώδιο, το οποίο βρίσκεται συγκεντρωμένο στο θυρεοειδή.

ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΙΟ ΣΥΧΝΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΚΔΗΛΩΝΟΝΤΑΙ

Οι πιο συχνά εμφανιζόμενες παθήσεις του θυρεοειδούς είναι ο υποθυρεοειδισμός όπου εμφανίζεται προοδευτικά έντονη κούραση και σωματική αδυναμία, νωθρότητα, αργός ρυθμός ομιλίας, βραχνάδα, ιδιαίτερη ευαισθησία στο κρύο, δυσκοιλιότητα, αύξηση του βάρους και ξηροδερμία. Στον υπερθυρεοειδισμό το άτομο παραπονιέται για αυξημένη νευρικότητα, τρόμο στα άκρα, αϋπνίες, ταχυκαρδία, εύκολο λαχάνιασμα και κόπωση. Δεν ανέχεται τη ζέστη, και είναι χαρακτηριστικό ότι η όρεξή του είναι αυξημένη και ενώ τρώει συνήθως πολύ, χάνει βάρος και αδυνατίζει! Όταν η νόσος προσβάλει τα μάτια, οι ασθενείς εμφανίζουν εξόφθαλμο (προπέτεια των οφθαλμών). Γενικά ο υπερθυρεοειδισμός είναι μια κατάσταση κατά την οποία έχουμε ένα «ζωηρό» θυρεοειδή που εκκρίνει μεγαλύτερες από το φυσιολογικό ποσότητες θυρεοειδικών ορμονών και ο υποθυρεοειδισμός, κατάσταση κατά την οποία ο θυρεοειδής «τεμπελιάζει» και εκκρίνει μειωμένη ποσότητα ορμονών.  Ο όρος βρογχοκήλη που τόσο συχνά ακούγεται στις παθήσεις του θυρεοειδούς, αναφέρεται στο μέγεθος του αδένα και απλά σημαίνει διόγκωσή του, που γίνεται εύκολα αντιληπτή ως πρήξιμο στο λαιμό και προκαλεί πολλές φορές ανησυχία στον ασθενή. Τέλος μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιο σημείο μέσα στο θυρεοειδικό ιστό ένα ή περισσότερα ογκίδια, που ονομάζονται όζοι. Οι όζοι είναι συνήθως στρογγυλοί και πιο σκληροί από τον αδένα και αποτελούν αποτέλεσμα τοπικής υπερπλασίας του αδένα με ίνωση ή κύστη ή καλοήθη όγκο. Έχει μεγάλη σημασία η παρακολούθηση αυτών των όζων, γιατί κάποιοι από αυτούς, ευτυχώς λίγοι, μπορεί να κρύβουν κακοήθεια

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ

Πρόκειται για μια μορφή καρκίνου (< 1% όλων των καρκίνων ) έχει καλή πρόγνωση και διακρίνεται σε δύο μορφές:

Το μυελοειδές καρκίνωμα, που προέρχεται από τα παραθυλακιώδη κύτταρα και είναι το λιγότερο συχνό, και τα καρκινώματα που προέρχονται από τα θυλακιώδη κύτταρα και είναι τα συχνότερα (θηλώδη και θυλακιώδη καρκινώματα).

Στις περισσότερες περιπτώσεις ανευρίσκεται τυχαία, υπό μορφή μονήρους όζου (τοπικής διόγκωσης) μετά από κλινική εξέταση ή μετά από παρατήρηση του ίδιου του ασθενή ή κάποιου ατόμου του περιβάλλοντός του. Κάποιες φορές η διάγνωση γίνεται μετεγχειρητικά, μετά από αφαίρεση του αδένα, που έγινε για θεραπεία βρογχοκήλης.

Η πιο αποτελεσματική προεγχειρητική μέθοδος για τη διαφορική διάγνωση μεταξύ καλοήθους όζου και καρκίνου είναι η κυτταρολογική εξέταση υλικού από παρακέντηση με λεπτή βελόνα (FNA), αν και σε κάποιες περιπτώσεις απαιτείται ιστολογική διάγνωση, δηλαδή αυτή που προκύπτει μετά την χειρουργική αφαίρεση του αδένα. Οι περισσότεροι ασθενείς υποβάλλονται αρχικά σε θυρεοειδεκτομή, και όλοι μετεγχειρητικά λαμβάνουν ορμονοθεραπεία. Μερικοί ασθενείς πρέπει να λάβουν ραδιενεργό ιώδιο, ενώ σπάνια προτείνεται ακτινοθεραπεία και ακόμη πιο σπάνια, χημειοθεραπεία.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΟΣ

Για την σωστή διάγνωση και αντιμετώπιση των παθήσεων του θυρεοειδούς είναι απαραίτητο:

  • Λήψη του ιατρικού ιστορικού.

Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από όλο και μεγαλύτερα επιτεύγματα της τεχνολογίας, μερικές φορές είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως το ιατρικό ιστορικό του ασθενούς εξακολουθεί να είναι το πιο σημαντικό τμήμα της διαγνωστικής διαδικασίας. Το ιατρικό ιστορικό παραμένει ο σημαντικότερος δείκτης, γιατί δείχνει το δρόμο προς τις διαδικασίες που είναι οι πιο ενδεδειγμένες για την κάθε περίπτωση.

  • Γενική αντικειμενική εξέταση του ασθενούς εστιάζοντας στην εύρεση σημείων που υποδηλώνουν δυσλειτουργία του θυρεοειδούς
  • ψηλάφηση του θυρεοειδούς.

 

ΠΟΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΠΑΘΕΙΑΣ

Οι εξετάσεις του θυρεοειδούς που βοηθούν στην επιβεβαίωση της κλινικής μας διάγνωσης περιλαμβάνουν

  • Αιματολογικός έλεγχος με:

fT4 (ελεύθερη θυροξίνη) -T4 (θυροξίνη), Τ3 (τριϊωδοθυρονίνη): οι παραγόμενες από το θυρεοειδή ορμόνες ή/και τα βιολογικά δραστικά κλάσματά τους.

TSH (θυρεοτρόπος ορμόνη) : η υποφυσιακή ορμόνη που ρυθμίζει τη λειτουργία του θυρεοειδούς, από τη μέτρηση της οποίας εξάγονται συμπεράσματα για την υπο/υπερ- λειτουργία του.

Αnti-TPO (αντιθυρεοειδικά αντισώματα), anti-TG (αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα) : τα κύρια αντιθυρεοειδικά αντισώματα. Οι αναλύσεις μπορούν να προβλέψουν αρχόμενη δυσλειτουργία του αδένα και χρησιμοποιούνται για τη διαπίστωση της θυρεοειδίτιδας Hashimoto και της ασθένειας Graves  (μπορεί να είναι αναγκαίος και ο προσδιορισμός των αντισωμάτων  έναντι του TSH- ΤSI)

 

Θυρεοσφαιρίνη (TG), καλσιτονίνη (CT), CEA (καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο) : δείκτες με τους οποίους μπορούν να ανιχνευθούν νεοπλασίες και καρκινώματα στον αδένα. Οι αναλύσεις προτείνονται σε περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις νεοπλασματικού νοσήματος.

  • Απεικονιστικός έλεγχος με:

Υπερηχογράφημα,

Σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς αδένα, 

Αξονική ή μαγνητική τομογραφία

3) Παρακέντηση υπό καθοδήγηση υπερήχων, όταν υπάρχει όζος.

Η καθεμιά από τις παραπάνω εξετάσεις έχει την ιδιαίτερη ένδειξή της ανάλογα με την κλινική εικόνα της θυρεοειδικής νόσου. Για την παρακέντηση αξίζει να αναφέρουμε ότι είναι πλέον πρώτης γραμμής εξέταση στη διερεύνηση των όζων του θυρεοειδούς. Η διαδικασία είναι απλή, γρήγορη, χωρίς πόνο και χωρίς κίνδυνο να γίνει διασπορά καρκινικών κυττάρων σε περίπτωση κακοήθους όζου.

ΠΡΟΛΗΨΗ, ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ

Η αξιολόγηση της θυρεοειδικής λειτουργίας σε ασυμπτωματικούς ασθενείς ενδείκνυται στις παρακάτω κατηγορίες ατόμων:

  • Γυναίκες στην αρχή της εγκυμοσύνης ή νωρίτερα εάν υπάρχει οικογενειακή προδιάθεση για θυρεοειδοπάθεια
  • Άτομα που πάσχουν από άλλα αυτοάνοσα νοσήματα (π.χ ρευματοειδής αρθρίτιδα, λεύκη, κοιλιοκάκη, νόσος του Crohn, κατά πλάκα σκληρυνση, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, ανεπάρκεια των επινεφριδίων)
  • Άτομα με συγγενείς πρώτου βαθμού που πάσχουν από θυρεοειδοπάθεια
  • Γυναίκες στην εμμηνοπαυσιακή ηλικία και γενικώς άτομα > 65 χρονών

Οι περισσότερες παθήσεις του θυρεοειδούς αντιμετωπίζονται επαρκώς με φαρμακευτική αγωγή. Η παρακολούθηση θα πρέπει να είναι συστηματική, για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η χειρουργική αντιμετώπιση αποτελεί λύση όταν τα αποτελέσματα είναι ανεπαρκή με τα φάρμακα ή όταν πρέπει να εξαιρεθεί ο θυρεοειδής (πχ σε ευμεγέθη ή/και καταδυόμενη βρογχοκήλη με συμπιεστικά συμπτώματα ή σε καρκίνο).