Πως το στρες επηρεάζει τα πρώτα χρόνια ζωής του παιδιού
/0 Comments/in Άρθρα /by endoclinicΠως το στρες επηρεάζει τα πρώτα χρόνια ζωής του παιδιού
Το στρες στην παιδική ηλικία αποτελεί έναν από τους ισχυρούς παράγοντες κινδύνου για την εµφάνιση ψυχοπαθολογίας κατά την παιδική, εφηβική και ενήλικη ζωή. Οι διαταραχές στην ανάπτυξη συστημάτων απόκρισης στο στρες -συμπεριλαμβανομένου του άξονα του υποθαλάµου-υπόφυσης- επινεφριδίων (HPA) και του συµπαθητικού νευρικού συστήµατος (SNS) – έχουν συχνά θεωρηθεί ως κεντρικός µηχανισµός των νευροαναπτυξιακών µηχανισµών. Συγκεκριµένα, η έκθεση σε στρεσσογόνα ερεθίσµατα κατά την ανάπτυξη HPA και SNS θεωρείται ότι οδηγεί σε διαρκείς µεταβολές στη λειτουργία αυτών των συστηµάτων, µε αποτέλεσµα τον αυξηµένο κίνδυνο για την εκδήλωση ψυχοπαθολογίας στην παιδική, εφηβική και ενήλικη ζωή του ατόµου.
Ωστόσο, οι επιδράσεις των αντιδράσεων πρώιµης ζωής στην ανάπτυξη των φυσιολογικών
συστηµάτων έχουν µελετηθεί εκτεταµένα σε µοντέλα τρωκτικών και µη ανθρώπινων πρωτευόντων. Στις µελέτες αυτές, η κύρια πειραµατική µέθοδος για την πρόκληση στρεσσογόνων αντιδράσεων ήταν ο παρατεταµένος διαχωρισµός του μικρού ζώου από τη µητέρα του. Τα σχετικά αποτελέσµατα έδειξαν ότι η πρώιµη έκθεση σε στρεσσογόνα συµβάντα συνδέεται µε την υπερευαισθησία του άξονα ΗΡΑ και του SNS κατά την εφηβεία και την ενηλικίωση, καθώς και την αύξηση του άγχους, του στρες και της επιθετικής συµπεριφοράς.
Αντίστοιχα, οι περισσότερες µελέτες σε ανθρώπους επιβεβαιώνουν την αυξηµένη ενεργοποίηση της κορτιζόλης και της αδρενοκορτικοτροπικής ορµόνης (ορµόνες του στρες) µετά από την έκθεση των ατόµων σε στρεσσογόνα γεγονότα ζωής (π.χ. θάνατος, διαζύγιο, οικονοµικές δυσκολίες, κ.α.), µε ιδιαίτερα παρατηρήσιµη αύξηση των ορµόνων του στρες στα πρώτα χρόνια ζωής του παιδιού, όταν το ίδιο υφίσταται οξύ ή και χρόνιο στρες (π.χ. συγκρούσεις γονέων, διαζύγιο, κακοποίηση, έλλειψη γονεϊκής αποδοχής, παραµέληση, αδιαφορία, αρνητικές κοινωνικές εµπειρίες, κ.α.). Ειδικότερα, οι έρευνες πάνω στη µελέτη του οικογενειακού συστήµατος έχουν αποδείξει ότι τα υψηλά επίπεδα οικογενειακών αντιξοοτήτων (φτώχεια, απώλειες, πένθος, ζητήµατα υγείας, κ.α.) και αρνητικών παραγόντων (π.χ., λεκτική, ψυχολογική, συναισθηµατική, σωµατική βία) στην παιδική ηλικία συµβάλλουν στην ενεργοποίηση του συστήµατος του στρες (HPA), την αύξηση των ορµονών του στρες και την εκδήλωση ψυχολογικών και σωµατικών συµπτωµάτων των παιδιών.
Πως µπορώ να καταλάβω ότι το παιδί µου έχει άγχος;
Το σύστηµα απόκρισης του στρες µπορεί να προκύψει ανάλογα µε τη σοβαρότητα και τη χρονικότητα των αντιδράσεων στα στρεσσογόνα ερεθίσµατα στα πρώτα χρόνια ζωής του παιδιού. Έτσι, τα σωµατικά συµπτώµατα αποτελούν µία φυσιολογική οργανική αντίδραση που σχετίζεται µε τα αρνητικά αποτελέσµατα των αντίξοων περιβαλλοντικών ερεθισµάτων. Ως προς την κατανόηση της έννοιας του άγχους, καθίστε µαζί µε το παιδί σας και δώστε του την οδηγία να κυκλώσει τι αισθάνεται όταν νιώθει πίεση:
Πως διαχειρίζοµαι το άγχος του παιδιού µου;
Κάθε παιδί εκδηλώνει διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στο άγχος και για αυτό µπορεί να χρειάζονται διαφορετικές παρεµβάσεις του γονέα σε καθε περίσταση που προκαλεί άγχος, οι οποίες όµως να προσαρµόζονται στην προσωπικότητα και στη διάθεση του παιδιού.
Έτσι, την επόµενη φορά που το παιδί σας θα αισθανθεί άγχος και στρες, δοκιµάστε µερικές από τις ακόλουθες δραστηριότητες για τον περιορισµό τους:
- Ανεβάστε τον καρδιακό ρυθµό
Η αεροβική άσκηση µειώνει την αντίδραση απάντησης των παιδιών στο στρες. Ενθαρρύνετε τα παιδιά σας να τρέξουν όσο πιο γρήγορα µπορούν, να ασχοληθούν µε αθλητικές δραστηριότητες και να υιοθετήσουν µία θετική στάση απέναντι στη σωµατική άσκηση.
- Κάντε αναπνοές
Οι διαφραγµατικές αναπνοές µπορούν να βοηθήσουν σηµαντικά στη µείωση του στρες και στη χαλάρωση του σώµατος. Εκπαιδεύστε το παιδί σας στη καθηµερινή χρήση των διαφραγµατικών αναπνοών. Θυµηθείτε ότι το ένα χέρι του παιδιού θα πρέπει να ακουµπά στο στήθος του και το άλλο στο στοµάχι του. Δώστε την οδηγία στο παιδί σας να αναπνέει από την κοιλιά του, ώστε το χέρι που ακουµπάει την κοιλιά του να σηκώνεται κάθε φορά που παίρνει ανάσα από τη µύτη, ενώ αυτό που ακουµπάει στο στήθος του να παραµένει σταθερό. Για να γίνει κατανοητό στο παιδί, εξηγήστε τη διαδικασία των διαφραγµατικών αναπνοών ως ένα µπαλονάκι που φουσκώνει κάθε φορά που το παιδί παίρνει ανάσα που τη µύτη και ξεφουσκώνει κάθε φορά που βγάζει τον αέρα από το στόµα. Θυµηθείτε ότι οι ανάσες θα πρέπει να γίνονται µε ήρεµο και σταθερό τόνο. Σε µικρότερες ηλικίες χρησιµοποιείστε την οδηγία να αναπνέουν σαν να µυρίζουν ένα λουλούδι και να εκπνέουν σαν να σβήνουν ένα κερί.
- Εκπαιδευτείτε στο διαλογισµό
Ο διαλογισµός βοηθά τα παιδιά να εστιάσουν στο σώµα τους, να αποκτήσουν ενσυνειδητότητα και έλεγχο της αναπνοής τους. Εάν το παιδί σας είναι επιρρεπές στο στρες, εφαρµόστε το διαλογισµό για τη µείωση των επιπέδων του στρες και τον έλεγχο των σωµατικών του αντιδράσεων.
- Ακούστε µουσική
Διαχρονικές έρευνες έχουν αποδείξει τα ευεργετικά αποτελέσµατα της µουσικής στην αλλαγή της διάθεσης και της µείωσης του άγχους. Η µουσική µπορεί να βοηθήσει στην αναβίωση ευχάριστων αναµνήσεων του παιδιού. Ακόµη, το τραγούδι και ο χορός σε συνδυασµό µε τη µουσική συµβάλλει σηµαντικά στη µείωση του άγχους και στην καλύτερη διάθεση των παιδιών.
- Βόλτα στη φύση
Η βόλτα, το παιχνίδι και η φυσική άσκηση στη φύση βοηθούν σηµαντικά στη µείωση του στρες των παιδιών και στην αλλαγή του τρόπου σκέψης τους.
- Δώστε µία µεγάλη αγκαλιά
Οι αγκαλιές είναι ένας εκπληκτικός τρόπος διαχείρισης του στρες. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι αγκαλιές εκλύουν ωκυτοκίνη (ορµόνη της αγάπης), µειώνουν την πίεση του αίµατος και τα επίπεδα του στρες, και βοηθούν τα παιδιά να ηρεµήσουν. Η καθηµερινή αγκαλιά (20΄΄) συµβάλλει στη βίωση του αισθήµατος ασφάλειας και υποστήριξης.
- Παίξτε µε το κατοικίδιο σας
Οι βόλτες και το παιχνίδι µε το κατοικίδιο συµβάλλουν στη µείωση του στρες, στην αύξηση του αισθήµατος της ασφάλειας, της άνεσης και της συντροφικότητας, και στην απόσπαση της προσοχής του παιδιού από τις σκέψεις που του προκαλούν άγχος.
- Χρησιµοποιείστε τη δύναµη του νου
Ζητήστε από το παιδί σας να µετρήσει ανάποδα από το 100 ανά 3, να συναρµολογήσει παζλ, sudoku και σταυρόλεξα. Η εστίαση της προσοχής του παιδιού σε ένα συγκεκριµένο έργο βοηθά στην απόσπαση της προσοχής του από τις σκέψεις που τον αγχώνουν και στην χαλάρωση του νου.
- Μιλώντας για το πρόβληµα σε φίλους και σε οικογένεια
Ενθαρρύνετε τα παιδιά σας να µιλούν και να επικοινωνούν αυτό που τους ενοχλεί, και να ακούν την απάντησή τους. Η επικοινωνία µε ένα µέλος της οικογένειας ή ένα φίλο, αποτελεί έναν από τους καλύτερους τρόπους για τη µείωση του στρες τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων. Μιλώντας για το πρόβληµα, το παιδί βοηθιέται, ώστε να το αντιµετωπίζει λιγότερο φοβιστικό και τροµακτικό, ενώ παράλληλα αισθάνεται ότι έχει την υποστήριξη του ατόµου µε το οποίο επικοινωνεί.
- Κάντε ένα χαλαρωτικό µπάνιο
Ένα ζεστό µπάνιο µπορεί να αλλάξει τη διάθεση και να ηρεµήσει από την πίεση της ηµέρας. Έαν το παιδί σας δυσκολεύεται να κοιµηθεί, τότε ένα ζεστό µπάνιο -90΄ πριν από την καθιερωµένη ώρα του ύπνου του- µπορεί να το βοηθήσει να χαλαρώσει και να µειώσει το στρες της ηµέρας.
- Η δύναµη του καλού ύπνου
Όλοι γνωρίζουµε ότι είναι δύσκολο να διαχειριστούµε το στρες όταν το σώµα µας είναι κουρασµένο και εξαντληµένο από την καθηµερινότητα. Ο καλός ύπνος συµβάλλει στην γνωστική εγρήγορση του νου και στην οµαλή διαχείριση των καθηµερινών στρεσογόνων ερεθισµάτων. Για τα παιδιά µικρότερης ηλικίας, ο καλός ύπνος είναι η απάντηση στο καθηµερινό στρες. Αντίθετα, για τα παιδιά µεγαλύτερης ηλικίας, ο ύπνος δεν αποτελεί τον καλύτερο δυνατό τρόπο διαχείρισης του στρες, ωστόσο µπορεί να αποφέρει σηµαντικά αποτελέσµατα. Σύµφωνα µε την Αµερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής, τα παιδιά χρειάζονται ηµερησίως 9 έως 12 ώρες ύπνου, ενώ για τους εφήβους οι 8 µε 10 ώρες είναι επαρκείς για την επανάκαµψη του οργανισµού από την καθηµερινότητα. Τα παιδιά επίσης, που γυµνάζονται και συµµετέχουν σε δραστηριότητες που απαιτούν καθηµερινή σωµατική άσκηση, χρειάζονται περισσσότερες ώρες ύπνο για την ισορροπία του οργανισµού και της σωµατικής και ψυχικής τους οµοιόστασης.
- Εκπαιδευτείτε στην προοδευτική µυϊκή χαλάρωση
Στην προοδευτική µυϊκή χαλάρωση, τα παιδιά σφίγγουν και µετά χαλαρώνουν διαφορετικές µυϊκές οµάδες του σώµατός τους, ακολουθώντας τις οδηγίες που διαβάζει ο γονέας. Αυτή η άσκηση χαλάρωσης µπορεί να βοηθήσει τα παιδιά πριν από µία επικείµενη κατάσταση που προκαλεί άγχος, όπως ένα διαγώνισµα ή ένα σηµαντικό παιχνίδι, κ.α. Μπορείτε να δοκιµάστε την προοδευτική µυϊκή χαλάρωση κατά τη διάρκεια µίας στρεσογόνας συνθήκης για το παιδί σας, ωστόσο είναι περισσότερο αποτελεσµατική όταν η εξάσκηση επιτυγχάνεται από πριν.
- Χρησιµοποιείστε τη γιόγκα
Η γιόγκα µπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να συγκεντρωθούν, να ηρεµήσουν από την καθηµερινότητα, να διαχειριστούν το χρόνιο στρες και να αυξήσουν τη δύναµη και την ευελιξία του σώµατός τους. Η γιόγκα µπορεί να είναι µία υπέροχη δραστηριότητα για το παιδί σας, εάν αυτό αισθάνεται ότι αγχώνεται καθηµερινά και σε έντονο βαθµό.
Συγγραφή & Επιµέλεια άρθρου,
Ζωή Σιούτη, Κλινική & Συµβουλευτική Ψυχολόγος.
Κετογονική Δίαιτα ή Low Carb Lifestyle
/0 Comments/in Άρθρα /by endoclinicΗ κετογονική δίαιτα ή αλλιώς δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες δεν είναι μια νέα μόδα αλλά έχει απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα εδώ και 70 χρόνια. Η βασική της χρήση ξεκινάει πίσω στο 1920 όπου και χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στη θεραπεία της επιληψίας. Βασική περίοδος που τη έκανε διάσημη είναι τα 70s’ και 60s’ όπου και εφαρμόστηκε κατά κόρον για απώλεια βάρους γνωστή εν μέρει και ως δίαιτα Atkins. Από τότε φυσικά έχουν περάσει 50 σχεδόν έτη και η κετογονική δίαιτα έχει μελετηθεί ευρέως σε σχέση με την αποτελεσματικότητα αλλά και την ασφαλή χρήση της. Για ακόμη μία φορά ο σκηνοθέτης πίσω από τη κετογονική δίαιτα φαίνεται να είναι η ινσουλίνη, η βασική ορμόνη ρυθμιστής του σακχάρου του αίματος αλλά και της λιπώδους αποθήκευσης. Η θεωρία λέει ότι ρυθμίζοντας επαρκέστερα τις εκκρίσεις της ινσουλίνης, συνεπώς και τα επίπεδά της στο αίμα, μπορούμε να επιτύχουμε καλύτερη απώλεια βάρους αλλά και μείωση της αποθήκευσης λίπους. Όντως η ινσουλίνη ρυθμίζεται κυρίως από την παρουσία υδατάνθρακα στα γεύματα μας και κατά βάση ένα γεύμα με μεγάλη περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες θα προκαλέσει και μια μεγάλη έκκριση ινσουλίνης η οποία συνήθως θα συνοδευτεί και από αυξημένη παραγωγή και αποθήκευση λίπους. Λαμβάνοντας υπόψη μας αυτή τη σχέση ινσουλίνης-υδατάνθρακα μπορούμε να εξηγήσουμε τον λόγο για τον οποίο η κετογονική δίαιτα επιτρέπει μόνο 20-50g υδατανθράκων την ημέρα ενώ οι υπόλοιπες θρεπτικές ανάγκες καλύπτονται από λίπος και πρωτεΐνες.
Σκοπός της κετογονικής δίαιτας είναι να αναγκάσουμε το σώμα να στερέψει από τις αποθήκες υδατάνθρακα και να πάθει διατροφική κέτωση έτσι ώστε να αναζητήσει την ενέργειά του από το λίπος με αποτέλεσμα να χάσει βάρος. Η λέξη κέτωση προέρχεται από τα παραπροϊόντα του μεταβολισμού των λιπαρών οξέων τα οποία ονομάζονται κετόνες. Στην ερώτηση αν η κετογονική δίαιτα έχει να προσφέρει κάτι περισσότερο στην απώλεια βάρους σε σχέση με την ισορροπημένη μεσογειακή διατροφή, η απάντηση που προκύπτει από την ερευνητική βιβλιογραφία είναι ότι η κετογονική διατροφή έχει την ίδια αποτελεσματικότητα με μία ισορροπημένη διατροφή η οποία χαρακτηρίζεται από πληρότητα υδατανθράκων. Ωστόσο, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι να αναρωτηθεί κανείς για τη συνολική επίδραση της κετογονικής δίαιτας στην ανθρώπινη υγεία και κατά πόσο στην καθημερινή πράξη ο κάθε υποψήφιος “dieter” την εφαρμόζει με ασφάλεια. Παραμένοντας στην απώλεια βάρους αδιαμφισβήτητα η επιστημονική βιβλιογραφία είναι ξεκάθαρη σε ότι αφορά την θετική επίδραση της κετογονικής δίαιτας. Ανεξαρτήτως του μηχανισμού με τον οποίο επιτυγχάνεται η απώλεια βάρους, ο οποίος παραμένει αμφιλεγόμενος, η τελική εικόνα φαίνεται να συνδέεται για ακόμη μία φορά με τον περιορισμό των συνολικών προσλαμβανόμενων θερμίδων ανά ημέρα σε συνδυασμό με την αυξημένη κατανάλωση λίπους και πρωτεΐνης οι οποίες με τη σειρά τους αυξάνουν τις σχετικές και με τον κορεσμό ορμόνες γνωστές ως λεπτίνη και γκρελίνη, καθώς επίσης και το ενεργειακό “bypass” στο οποίο αναγκάζεται να προβεί το σώμα ώστε να μετατρέψει το μοναδικό βιοκαύσιμο που του παρέχεται, δηλαδή τις πρωτεΐνες και τα λιπαρά, σε υδατάνθρακες σε κυτταρικό επίπεδο. Ο τελικός κριτής της επίδρασης της κετογονικής δίαιτας στην απώλεια βάρους φαίνεται να είναι η ικανότητα διατήρησης μιας τόσο χαμηλής σε υδατάνθρακα διατροφής για μεγάλα χρονικά διαστήματα, κάτι το οποίο δεν έχει καταφέρει ακόμα να αξιολογηθεί επαρκώς από μεγάλες προοπτικές μελέτες. Επομένως, για μια δια βίου κετογονική δίαιτα, αν χρησιμοποιήσουμε τον δόκιμο όρο “low carb lifestyle” θα μπορούσαμε να πούμε ότι για να εφαρμοστεί με ασφάλεια και επιτυχία απαιτεί την συν-απόφαση μεταξύ υποψήφιου και της ομάδας των επαγγελματιών υγείας, την περιοδική αξιολόγηση του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου μετρώντας τους αντίστοιχους κάρδιο-μεταβολικούς δείκτες, την τακτική αξιολόγηση της νεφρικής λειτουργίας αλλά και την προσαρμογή της φαρμακευτικής αγωγής όταν πρόκειται για ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και την επαρκή εισαγωγή συγκριμένης ποσότητας μη επεξεργασμένων υδατανθράκων στο σωστό χρόνο.
Η ποιότητα ζωής των ασθενών με διαβήτη
/0 Comments/in Άρθρα /by endoclinicΠως επιτυγχάνεται η ποιότητα ζωής των ατόμων που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη παρά τη χρονιότητα της πάθησης που ταλαιπωρεί τον πάσχοντα;
Η Υγεία δεν ορίζεται μόνο ως η απουσία νόσου αλλά ως μια κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας. Αυτόν τον ορισμό έδωσε το 1948 η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, επιδιώκοντας να προσεγγίσει ολιστικά την υγεία, αναδεικνύοντας τους παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η υγεία και ευεξία, αποτελούν τις θετικές παραμέτρους της ποιότητας ζωής ενός ατόμου και είναι έννοιες πολυδιάστατες. Η αποτίμηση των διαφόρων διαστάσεων της υγείας επιτελείται από την αξιολόγηση όλων των παραμέτρων που εκπροσωπούν το φάσμα της ζωής των ανθρώπων, δηλαδή τις σωματικές, ψυχολογικές και κοινωνικές παραμέτρους. Η «ευεξία», συγκεκριμένα, υποδηλώνει μια συναισθηματική κατάσταση αλλά και ένα είδος δραστηριότητας. Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία ότι η έννοια της “ποιότητας ζωής” συνυφασμένης με θέματα υγείας αποτελεί θέμα με τεράστιο ενδιαφέρον.
Η εξάπλωση του διαβήτη έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι ένα μεγάλο ιατρικό και κοινωνικό πρόβλημα γιατί πέρα από τις επιδημικές του διαστάσεις συνδυάζεται και σχετίζεται με επιπλοκές. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να αναφερθούμε στην ποιότητα ζωής των ατόμων που πάσχουν από χρόνιες παθήσεις, όπως είναι και ο σακχαρώδης διαβήτης, καθώς η ποιότητα ζωής είναι ένα σημαντικό ζήτημα προς την καλύτερη αντιμετώπιση της πάθησης και των συνεπειών της.
Πόσο σημαντική είναι λοιπόν η ποιότητα στη ζωή των ασθενών με διαβήτη; Ποιοι είναι οι παράγοντες που επιδρούν στην ποιότητα της ζωής του;
Είναι γεγονός ότι η φύση της ασθένειας, οι επιπτώσεις της στον οργανισμό και κυρίως η χρονιότητα της πάθησης, καταβάλλει τον πάσχοντα, εξασθενεί και μειώνει τις ψυχικές αντοχές του. Επιπλέον, ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 είναι μια κατάσταση, η οποία όλο και πιο συχνά αναγνωρίζεται τόσο σε μικρά παιδιά όσο και σε εφήβους. Το συγκεκριμένο νόσημα, συχνά απαιτεί εντατικοποιημένη θεραπεία καθώς και υιοθέτηση συμπεριφορών επικεντρωμένων στο νόσημα προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές επιπλοκές.
Το παρατεταμένο στρες που προκαλεί ο διαβήτης που σχετίζεται με την ανάγκη για καθημερινό αυτοέλεγχο και τον έλεγχο της νόσου και οι συνέπειες του στις κοινωνικές σχέσεις και τις επαγγελματικές δραστηριότητες αποτελούν, αδιαμφισβήτητά, ανασταλτικούς παράγοντες στην ποιότητα ζωής του ασθενούς και στην επίτευξη της ευεξίας και της ευδαιμονίας.
Πως επιτυγχάνεται η ποιότητα ζωής;
Κριτήρια αντικειμενικά όπως δείκτες σωματικής υγείας, αλλά και υποκειμενικά, όπως ψυχολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, χαρακτηρίζουν την ποιότητα της ζωής του ατόμου. Μερικοί ψυχοκοινωνικοί παράγοντες όπως η προσωπικότητα, ο τρόπος αντιμετώπισης των δυσκολιών, η κοινωνική υποστήριξη και οι απόψεις για την υγεία μπορούν να επηρεάσουν το επίπεδο της ποιότητας ζωής, μερικές φορές περισσότερο και από τις επιπλοκές του νοσήματος.
Σχετικά με τους δείκτες σωματικής υγείας, παρά το γεγονός ότι ακόμη δεν υπάρχει πλήρη ίαση του σακχαρώδη διαβήτη, υπάρχει ωστόσο, αποτελεσματική αντιμετώπιση. Πέραν της ινσουλινοθεραπείας, η κατάλληλη διατροφή και ο καλός και επαρκής ύπνος, προσαρμοσμένα στις ανάγκες του κάθε ατόμου, καθώς και ένας γενικά υγιεινός τρόπος ζωής με καθημερινή μέτρια άσκηση, αποτελούν τα καλύτερα όπλα απέναντι στις επιπλοκές και στους κινδύνους που ενέχει ο σακχαρώδης διαβήτης.
Τέλος, σημαντική είναι η ανάπτυξη ειδικών εργαλείων αξιολόγησης της ποιότητας ζωής στα άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, όμως, με τον αριθμό των ειδικών εργαλείων, αυξάνεται και η δυσκολία επιλογής του κατάλληλου κάθε φορά εργαλείου.
Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
/in Άρθρα /by endoclinicΤο Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (ΣΠΩ) εμφανίζεται σε ένα ποσοστό 1%-5% του γενικού γυναικείου πληθυσμού.
Το 5%-10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας διαγιγνώσκονται με το σύνδρομο, ενώ η συχνότητα διάγνωσης ανέρχεται σε 20%-50% μεταξύ των γυναικών με διαταραχές κύκλου.
Το σύνδρομο χαρακτηρίζεται από ανωοθυλακιορρηξία ή /και Κλινικό ή βιοχημικό Υπερανδρογονισμό ή/και πολυκυστική μορφολογία ωοθηκών
Προ της διάγνωσης του συνδρόμου είναι σημαντικό να αποκλειστούν άλλες γνωστές διαταραχές που προκαλούν υπερανδρογοναιμία, καθώς και νόσοι όπως η υπερπρολακτιναιμία, η θυρεοειδική δυσλειτουργία, η μη κλασική συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων (late-onset CAH), το συνδρομο Cushing καθώς και οι όγκοι των ωοθηκών και των επινεφριδίων που παράγουν ανδρογόνα.
Οι κλινικοί φαινότυποι PCOS διακρίνονται σε:
- Υπερανδρογονισμός, αραιομηνόρροια, πολυκυστικές ωοθήκες
- Υπερανδρογονισμός, αραιομηνόρροια
- Υπερανδρογονισμός, φυσιολογικός κύκλος, πολυκυστικές ωοθήκες
- Αραιομηνόρροια, πολυκυστικές ωοθήκες, φυσιολογικά ανδρογόνα, όχι δασυτριχισμός, όχι ακμή, όχι αλωπεκία
Το ΣΠΩ συσχετίζεται με κάποιους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου όπως:
- Παχυσαρκία η οποία εμφανίζεται στο 30-80% των γυναικών με ΣΠΩ και είναι κεντρικού τύπου.
- Δυσλιπιδαιμία (πχ. χαμηλή HDL, υψηλά τριγλυκερίδια με συχνότητα 70%)
- Αρτηριακή υπέρταση
- Αντίσταση στην ινσουλίνη ( πχ. Διαταραχή μεταβολισμού γλυκόζης, Υπεργλυκαιμία νηστείας, Διαταραχή ανοχής γλυκόζης, ΣΔ2)
- Άλλους παράγοντες κινδύνου (υψηλά επίπεδα ομοκυστεϊνης, CRP, PAI-1, ινωδογόνου, ενδοθηλίνης-1, WBC, δεικτών οξειδωτικού στρες)
Το ΣΠΩ ενδέχεται να εμφανιστεί αρχικά με πρώιμη αδρεναρχή η οποία χαρακτηρίζεται από ανδρογονοεξαρτώμενη τριχοφυία σε ηλικία μικρότερη των 9 ετών και οφείλεται σε υπερέκκριση επινεφριδικών ανδρογόνων. Τα κορίτσια με πρώιμη αδρεναρχή παρουσιάζουν αυξημένη συχνότητα διαταραχών εμμήνου ρύσεως, ωοθηκικής υπερανδρογοναιμίας, δυσλιπιδαιμίας, παχυσαρκίας και αντίστασης στην ινσουλίνη.
Η πρώιμη αδρεναρχή και η αντίσταση στην ινσουλίνη προηγούνται της ανάπτυξης της ωοθηκικής υπερανδρογοναιμίας. Παράγοντες κινδύνου θεωρούνται η ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης καθώς και χαμηλό σωματικό βάρος γέννησης.
Θεραπεία
Η θεραπεία του ΣΠΩ εστιαάζεται
- στα εμφανισιακά προβλήματα (πχ. ακμή, δασυτριχισμός)
- Τη χρόνια ανωοθυλακιορρηξία, τις δυσλειτουργικές αιμορραγίες της μήτρας και την υπογονιμότητα
- Τις μεταβολικές και καρδιαγγειακές επιπλοκές
Η θεραπευτική αγωγή ξεκινά με τον έλεγχο του σωματικού βάρους σε συνδυασμό με την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας. Η φαρμακευτική αγωγή είναι εξατομικευμένη και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως την κλινική εικόνα, την ηλικία, τη συννοσηρότητα με άλλες ασθένειες, αλλά και τους στόχους της θεραπείες.
Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να είναι τα αντισυλληπτικά δισκία ή ευαισθητοποιητές ινσουλίνης (μετφορμίνη, ισομερή ινοσιτόλης).
Διαβήτης τύπου 1 και θυρεοειδής
/in Άρθρα /by endoclinicΉδη απο τα τέλη του 19ου αιώνα, παρατηρήθηκε πως άτομα που εμφανίζαν κάποια νοσήματα που πολύ αργότερα χαρακτηρίστηκαν ως αυτοάνοσα, εχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν και καποιο άλλο αργότερα. Οι επιδημιολογικές μελέτες των τελευταίων ετών σε συνδυασμό με την εξέλιξη της επιστήμης της γενετικής, επιβεβαίωσαν τις εν λόγω παρατηρήσεις και η συννοσηρότητα διαφόρων αυτοανόσων νοσημάτων, όπως του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1 (ΣΔ1), της θυρεοειδίτιδας Hashimoto, της θυρεοειδίτιδα Graves, της νόσου του Addison, της κοιλιοκάκης, της ανεπάρκειας σε Β12, του Συστηματικού Ερυθηματώδη Λύκου κ. α. κατηγοριοποιήθηκε σε κάποιους τύπους αυτοανόσων πολυαδενικών συνδρόμων. Μεγάλες μελέτες έδειξαν ότι μερικά από τα γονίδια που σχετίζονται με την εμφάνιση του ΣΔ1, προδιαθέτουν επίσης και στην ανάπτυξη άλλων αυτοάνοσων παθήσεων όπως της θυρεοειδίτιδας. Αυτό σημαίνει οτι η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο. Υπάρχουν όμως και άλλοι πολλοί παράγοντες, κυρίως περιβαλλοντικοί που είναι καθοριστικοί για την εκδήλωση των νοσημάτων. Οσον αφορά στον υπερθυρεοειδισμό για παράδειγμα, γνωρίζουμε πως το κάπνισμα παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του.
Τα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1, εμφανίζουν σε ποσοστό 17- 30 % και αυτοάνοσης αιτιολογίας θυρεοειδίτιδα, η οποία διαγιγνώσκεται με την παρουσία θετικών τίτλων των ειδικών αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων στο αίμα. Οι γυναίκες εμφανίζουν τη νόσο συχνότερα. Η θυρεοειδίτιδα συχνότερα σχετίζεται με υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, δηλαδή ανεπαρκή παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών, άλλοτε η λειτουργία δεν επηρεάζεται ενώ σπανιότερα εμφανίζεται υπερθυρεοειδισμός με αυξημένη παραγωγή ορμονών. Οι δράσεις των θυρεοειδικών ορμονών είνναι πολλές και επηρεάζουν το μεταβολισμό και τις λειτουργίες σχεδόν όλων των υπολοίπων οργάνων του σώματος.
Οι διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας συνοδεύονται από ποικίλης έντασης συμπτωματολογίας, με διόγκωση του θυρεοειδούς, κόπωση, αδυναμία συγκέντρωσης, καρδιακές αρρυθμίες, διαταραχές ύπνου, ξηρότητα του δέρματος, τριχόπτωση, διαταραχές κενωσεων κτλ. Ειδικότερα όμως για τα άτομα με ΣΔ1, διαταράσσεται η ρύθμιση του σακχάρου. Στον υποθυρεοειδισμό, ειναι συχνές οι υπογλυκαιμίες, ενδεχομένως ο υπολογισμός υδατανθράκων- ινσουλίνης να χρειάζεται συχνές αναπροσαρμογές, ενώ στον υπερθυρεοειδισμό τα επιίπεδα του σακχάρου ειναι υψηλά και αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος κετοξέωσης.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανική Ένωση Διαβήτη (ADA) και της Διεθνούς κοινότητας για το Διαβήτη σε παιδιά και εφήβους (ISPAD), συνιστούν σε όλους τους ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με ΣΔ1 να εξετάζονται για πιθανή συννοσηρότητα απο αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα ελέγχοντας τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών και των ειδικών αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων στο αίμα αμέσως μετά τη διάγνωση του διαβήτη. Ο ελεγχος αυτός συνιστάται να επαναλαμβάνεται ανα 1-2 χρόνια. Επιπλέον, όσον αφορά στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας με ΣΔ1, συνιστάται ο έλεγχος των παραπάνω εξετάσεων να γίνεται κατά την έναρξη της εγκυμοσύνης προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος επιπλοκών που σχετίζεται με τη θυρεοειδική δυσλειτουργία, τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο.
Νεκταρία Παπαδοπούλου
MD, PhD Ενδοκρινολόγος Διαβητολόγος
Επιστημονικός Συνεργάτης Α Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών
Εξωτερικός Συνεργάτης Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν
Διαβητική Νεφροπάθεια σε άτομα με διαβήτη τύπου 1
/in Άρθρα /by endoclinicΗ νεφρική νόσος που εμφανίζεται σε άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ) αποκαλείται συνήθως διαβητική νεφροπάθεια.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης μπορεί να προκαλέσει βλάβες στις αρτηρίες όλων των οργάνων του σώματος, συμπεριλαμβανόμενων αυτών των νεφρών και να προκληθούν διαταραχές στη νεφρική λειτουργία.
Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, περίπου το 25-40% των ατόμων με διαβήτη τύπου 1 (ΣΔ1) εμφανίζουν διαβητική νεφροπάθεια, ενώ ένα ποσοστό 4-17% των ατόμων με ΣΔ1 εμφανίζουν τελικού σταδίου χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Η νόσος είναι δυνατόν να προληφθεί ή να επιβραδυνθεί η εξέλιξη της μέσω του καλού ελέγχου τόσο της γλυκόζης στο αίμα όσο και των επιπέδων της αρτηριακής πίεσης[1].
Τι είναι η διαβητική νεφροπάθεια;
Ο όρος ‘’νεφροπάθεια’’ είναι ένας γενικός όρος που αφορά στη διαταραχή της λειτουργίας των νεφρών.
Σε προχωρημένο στάδιο, η διαταραχή αυτή οδηγεί σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια ή νεφρική νόσο τελικού σταδίου. Ο ΣΔ αποτελεί την αιτία που προκαλεί το ήμισυ όλων των περιπτώσεων με νεφρική νόσο τελικού σταδίου. Όσον αφορά στη διαβητική νεφροπάθεια των ατόμων με διαβήτη τύπου 1, εμφανίζεται σε πολύ νεαρότερη ηλικία δεδομένης της νεαρής ηλικίας διάγνωσης του διαβήτη. Τη νόσο χαρακτηρίζει κυρίως η μειωμένη ικανότητα των νεφρών να φιλτράρουν το αίμα ενώ η εξέλιξη ποικίλει σε διάρκεια, από λίγα έτη έως δεκαετίες.
Η διαβητική νεφροπάθεια χωρίζεται σε πέντε στάδια, με το 5ο και τελευταίο να είναι εκείνο της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας. Στα πρώτα 2 στάδια η νόσος θεωρείται αναστρέψιμη. Συνήθως χρειάζονται πάνω από αρκετά χρόνια για να φτάσουν οι ασθενείς στο 5ο στάδιο.
Συμπτώματα της διαβητικής νεφροπάθειας
Η διαβητική νεφροπάθεια είναι κυρίως ασυμπτωματική με τα συμπτώματα να τείνουν να γίνουν εμφανή όταν η κατάσταση φθάσει στα μεταγενέστερα στάδια.
Συνήθως τα ακόλουθα συμπτώματα μπορεί να αρχίσουν να παρατηρούνται στο 4ο στάδιο της νόσου:
Οίδημα των κάτω άκρων ή/ και των άνω άκρων που προκαλείται από την κατακράτηση ύδατος.
Τα ούρα πιθανόν να γίνουν σκουρόχρωα
Εύκολη κόπωση με ακόμα και ήπιου βαθμού σωματική άσκηση
Ναυτία
Παράγοντες κινδύνου
Κακή ρύθμιση του σακχάρου του αίματος.
Σύμφωνα με μελέτες μεγάλης κλίμακας, η εμφάνιση αλλά και η εξέλιξη της διαβητικής νεφροπάθειας εξαρτάται από το πόσο ικανοποιητικός είναι ο έλεγχος της γλυκόζης του αίματος, χωρίς να γνωρίζουμε λεπτομερώς το μηχανισμό με τον οποίο τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα προκαλούν βλάβη στους νεφρούς σε συγκεκριμένα άτομα. Η μελέτη DCCT (Diabetes Control and Complications – DCCT)[2] και η μελέτη UKPDS έδειξαν ότι η μείωση της HbA1c κατά 1% μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης μικροαγγειακών επιπλοκών, όπως η νεφροπάθεια, κατά 25% τόσο σε άτομα με διαβήτη τύπου 1, όσο και σε εκείνα με διαβήτη τύπου 2[1]. Όμως είναι σημαντικό να αναφερθεί πως στην προσπάθεια βελτίωσης της γλυκαιμικής ρύθμισης με μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης με τιμές μικρότερες του 5,6% με συνέπεια τη συχνή εμφάνιση υπογλυκαιμιών, παρατηρείται επίσης εμφάνιση της διαβητικής νεφροπάθειας, σύμφωνα με τη μελέτη Eurodiab[3].
Υπέρταση (υψηλή αρτηριακή πίεση)
Η αρτηριακή υπέρταση μπορεί να αποτελεί συνέπεια της διαβητικής νεφροπάθειας όμως μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση ή/ και την ταχύτερη εξέλιξη της νόσου.
Κάπνισμα
Ανεξαρτήτως καλής ή κακής γλυκαιμικής ρύθμισης το κάπνισμα αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη επιπλοκών του διαβήτη, όπως νευροπάθεια, νεφροπάθεια και αμφιβληστροειδοπάθεια.
Υπερλιπιδαιμία
Οικογενής προδιάθεση
Μελέτες έχουν δείξει ότι πιθανώς να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της εμφάνισης της διαβητικής νεφροπάθειας και οικογενειακού ιστορικού νεφρολογικών νοσημάτων.
Είναι δυνατόν να αποφευχθεί η διαβητική νεφροπάθεια;
Στην προσπάθεια έγκαιρης διάγνωσης της διαβητικής νεφροπάθειας σε στάδια που η νόσος είναι ακόμα αναστρέψιμη, τα άτομα με ΣΔ1 θα πρέπει να εξετάζονται με κλινική εξέταση και εργαστηριακό έλεγχο του αίματος και των ούρων τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Μια από τις βασικές διαγνωστικές εξετάσεις περιλαμβάνει το τεστ μικροαλβουμίνης σε δείγμα ούρων ή συλλογή ούρων 24ωρου, προκειμένου να ελεγχθεί εάν υπάρχει πρωτεΐνη στα ούρα.
Εφόσον οι διαγνωστικές εξετάσεις για τη διαβητική νεφροπάθεια γίνονται τακτικά, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, η νόσος μπορεί να εντοπιστεί στα αρχικά στάδια πριν γίνει μη αναστρέψιμη και σοβαρή.
Η ανάπτυξη της διαβητικής νεφροπάθειας μπορεί να καθυστερήσει ή να αποτραπεί με τη διατήρηση καλού ελέγχου των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα και της αρτηριακής πίεσης. Επίσης είναι σημαντική η αποφυγή καπνίσματος.
Εφόσον γίνει η διάγνωση της διαβητικής νεφροπάθειας είναι πιθανό να γίνει σύσταση των παρακάτω θεραπευτικών μέτρων:
Βελτιστοποίηση ρύθμισης σακχάρου
Συνταγογράφηση φαρμάκων για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης (ιδανικά 130/80 mmHg) ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω βλάβη.
Συνταγογράφηση φαρμάκων για τη βελτίωση των πιθανώς αυξημένων τιμών χοληστερίνης ή/και τριγλυκεριδίων αίματος
Αποφυγή μεγάλης ποσότητας άλατος (συνιστάται μεγίστη ποσότητα συνολικής ημερήσιας πρόσληψης άλατος ποσότητα < 5-6 γραμμάρια)
Η τακτική κλινική και εργαστηριακή παρακολούθηση των ατόμων με Σακχαρώδη διαβήτη είναι σημαντική καθώς η έγκαιρη αναγνώριση της βλάβης των νεφρών θα επιτρέψει την λήψη θεραπευτικών μέτρων προκειμένου να περιοριστεί η εξέλιξη της νόσου.
Νεκταρία Παπαδοπούλου- Μαρκέτου, Ενδοκρινολόγος- Διαβητολόγος Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Χριστίνα Κανακά- Gantenbein, Καθηγήτρια Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας και Νεανικού Διαβήτη
Βιβλιογραφία
[1] Papadopoulou-Marketou N, Chrousos GP, Kanaka-Gantenbein C. Diabetic nephropathy in type 1 diabetes: a review of early natural history, pathogenesis, and diagnosis. Diabetes/Metabolism Research and Reviews 2017;33:e2841.
[2] Wadén J, Forsblom C, Thorn LM, Gordin D, Saraheimo M, Groop P-H, et al. A1C variability predicts incident cardiovascular events, microalbuminuria, and overt diabetic nephropathy in patients with type 1 diabetes. Diabetes 2009;58:2649–55.
[3] Schoenaker D, Simon D, Chaturvedi N, Fuller JH, Soedamah-Muthu SS. Glycemic control and all-cause mortality risk in type 1 diabetes patients: the EURODIAB prospective complications study. The Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism 2014;99:800–7
Καρκίνος θυρεοειδούς
/in Άρθρα /by endoclinicΟ καρκίνος του θυρεοειδούς, εμφανίζεται σε όλες τις ηλικίες ηλικία ακόμα και στην παιδική, με προτίμηση στις γυναίκες (3 φορές συχνότερα απ’, τι στους άνδρες).
Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι καρκίνου θυρεοειδούς με διαφορετικό βαθμό επιθετικότητας αλλά και παράγοντες κινδύνου. Ο συχνότερος τύπος είναι ο διαφοροποιημένος (θηλώδης και θυλακιώδης με διάφορους υποτύπους αυτών), που συνήθως χαρακτηρίζεται από χαμηλή επιθετικότητα δίνοντας σπανίως μεταστάσεις. Ο μυελοειδής, που μπορεί να είναι κληρονομικός ή μη και είναι πιο επιθετικός σε σχέση με το διαφοροποιημένο. Τέλος, ο αναπλαστικός είναι ο πλέον σοβαρός αλλά και πιο σπάνιος τύπος.
Η έκθεση στην ακτινοβολία (στο πλαίσιο ιατρικών θεραπειών), κυρίως της κεφαλής ή του τράχηλου στην παιδική ηλικία αλλά και η έκθεση σε ραδιενέργεια από ατυχήματα σε εργοστάσια ή πυρηνικά όπλα αποτελεί παράγοντα κινδύνου για το διαφοροποιημένο καρκίνο του θυρεοειδούς. Ο κίνδυνος εξαρτάται από την ποσότητα της ακτινοβολίας και την ηλικία έκθεσης. Πρέπει να διευκρινιστεί όμως, ότι ο καρκίνος του θυρεοειδούς που αναπτύσσεται μετά από ακτινοθεραπεία δεν είναι πιο επιθετικός σε σχέση με τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Το κάπνισμα και η ανεπαρκής πρόσληψη ιωδίου με την τροφή αποτελούν επίσης προδιαθεσικούς παράγοντες της νόσου. Σπανιότερα, ο διαφοροποιημένος καρκίνος θυρεοειδούς οφείλεται σε γονιδιακές μεταλλαξεις και σχετίζεται με:
- Την Οικογενή αδενωματώδη πολυποδίαση, όπου αναπτύσσονται πολλαπλοί πολύποδες ή και καρκίνος παχέος εντέρου.
- Τη νόσο Cowden όπου παράλληλα υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου της μήτρας, του μαστού κλπ.
- Το σύμπλεγμα Carney, τύπου Ι το οποίο συσχετίζεται με την ανάπτυξη όγκων σε ενδοκρινείς αδένες.
Ο μυελοειδής καρκίνου του θυρεοειδούς, κληρονομείται σε ποσοστό 25-30% και οφείλεται σε μεταλλάξεις ενός γονιδίου που ονομάζεται RET. Σπάνια, συνδυάζεται και με άλλους όγκους ενδοκρινών αδένων στα πλαίσια πολλαπλής ενδοκρινούς νεοπλασίας τύπου 2. Όταν κάποιος συγγενής εμφανίσει τη νόσο θα πρέπει να ελεγχθούν και οι υπόλοιποι με γονιδιακό έλεγχο ώστε αν κριθεί απαραίτητο να γίνει προληπτική αφαίρεση του θυρεοειδούς, δεδομένου ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καρκίνος συχνά αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και μπορεί να εξαπλωθεί νωρίς.
Η διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς αυξήθηκε, έχοντας τριπλασιαστεί τις τελευταίες δεκαετίες. Το φαινόμενο εν μέρει οφείλεται στην συχνή χρήση του υπερηχογραφήματος του θυρεοειδούς. Στο πλαίσιο της αυξανόμενης διάγνωσης, έχει διαπιστωθεί παγκοσμίως αυξημένος αριθμός χειρουργικών επεμβάσεων, οι οποίες κάποιες φορές δεν είναι απαραίτητες. Δεν είναι όλοι οι όζοι που χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση και θεραπεία. Οι πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες οι οποίες βασίστηκαν σε δεδομένα από μεγάλες μακροχρόνιες πολυκεντρικές μελέτες έθεσαν κριτήρια και όρια όσον αφορά στην περαιτέρω διερεύνηση και θεραπεία των όζων θυρεοειδούς ώστε το υγειονομικό κόστος να βρίσκεται υπό έλεγχο. Οι οδηγίες αυτές με βρίσκουν απολυτά σύμφωνη. Η διενέργεια διαγνωστικού ελέγχου και χειρουργικών επεμβάσεων υψηλού κόστους δε θα πρέπει να γίνονται ανεξέλεγκτα, παρά μόνον όταν κρίνονται απαραίτητα από τον Ενδοκρινολόγο.
Η θεραπεία της νόσου εξαρτάται από τον τύπο του καρκίνου θυρεοειδούς. Οι περισσότερες περιπτώσεις διαφοροποιημένου καρκίνου, αντιμετωπίζονται επιτυχώς με χειρουργική επέμβαση. Σε κάποιες περιπτώσεις, συμπληρωματικά δίνεται ραδιενεργό ιώδιο που καταστρέφει τα υπολείμματα του θυρεοειδικού ιστού, είτε μετά από μια περίοδο διακοπής της θυροξίνης, ή με χορήγηση ανασυνδυασμένης TSH.
Η ανακάλυψη των γενετικών αιτιών του μυελοειδούς καρκίνου του θυρεοειδούς, βοηθά στην ταυτοποίηση των μελών της οικογένειας που φέρουν το μεταλλαγμένο γονίδιο RET με την αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα να είναι αρκετή για την πρόληψη του καρκίνου. Παράλληλα η κατανόηση των μη φυσιολογικών γονιδίων που προκαλούν το σποραδικό (μη κληρονομούμενο) μυελοειδή καρκίνο του θυρεοειδούς οδήγησε στην ανακάλυψη αποτελεσματικότερων θεραπευτικών ουσιών (αναστολείς της τυροσινικής κινάσης) που στοχεύουν σε ορισμένες από αυτές τις γονιδιακές μεταλλάξεις. Στην Ελλάδα υπάρχουν εγκεκριμένα φάρμακα που φαίνεται ότι σταθεροποιούν τη νόσο και γίνονται πολύ καλά ανεκτά στην πλειοψηφία των ασθενών με μυελοειδές ή ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις διαφοροποιημένου καρκίνου ανθεκτικού στο ραδιενεργό ιώδιο.
Διαβήτης τύπου 1 και θυρεοειδική δυσλειτουργία
Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, παρατηρήθηκε πως άτομα που εμφάνιζαν κάποια νοσήματα που πολύ αργότερα χαρακτηρίστηκαν ως αυτοάνοσα, έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν και κάποιο άλλο αργότερα. Οι επιδημιολογικές μελέτες των τελευταίων ετών σε συνδυασμό με την εξέλιξη της επιστήμης της γενετικής, επιβεβαίωσαν τις εν λόγω παρατηρήσεις και η συννοσηρότητα διαφόρων αυτοανόσων νοσημάτων, όπως του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1 (ΣΔ1), της θυρεοειδίτιδας Hashimoto, της θυρεοειδίτιδα Graves, της νόσου του Addison, της κοιλιοκάκης, της ανεπάρκειας σε Β12, του Συστηματικού Ερυθηματώδη Λύκου κ. α. κατηγοριοποιήθηκε σε κάποιους τύπους αυτοανόσων πολυαδενικών συνδρόμων. Μεγάλες μελέτες έδειξαν ότι μερικά από τα γονίδια που σχετίζονται με την εμφάνιση του ΣΔ1, προδιαθέτουν επίσης και στην ανάπτυξη άλλων αυτοανόσων παθήσεων όπως της θυρεοειδίτιδας. Αυτό σημαίνει ότι η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο. Υπάρχουν όμως και άλλοι πολλοί παράγοντες, κυρίως περιβαλλοντικοί που είναι καθοριστικοί για την εκδήλωση των νοσημάτων. Όσον αφορά στον υπερθυρεοειδισμό για παράδειγμα, γνωρίζουμε πως το κάπνισμα παίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του. Τα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1, εμφανίζουν σε ποσοστό 17- 30 % και αυτοάνοσης αιτιολογίας θυρεοειδίτιδα, η οποία διαγιγνώσκεται με την παρουσία θετικών τίτλων των ειδικών αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων στο αίμα. Οι γυναίκες εμφανίζουν τη νόσο συχνότερα. Η θυρεοειδίτιδα συχνότερα σχετίζεται με υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, δηλαδή ανεπαρκή παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών, άλλοτε η λειτουργία δεν επηρεάζεται ενώ σπανιότερα εμφανίζεται υπερθυρεοειδισμός με αυξημένη παραγωγή ορμονών. Οι δράσεις των θυρεοειδικών ορμονών είναι πολλές και επηρεάζουν το μεταβολισμό και τις λειτουργίες σχεδόν όλων των υπολοίπων οργάνων του σώματος. Οι διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας συνοδεύονται από ποικίλης έντασης συμπτωματολογίας, με διόγκωση του θυρεοειδούς, κόπωση, αδυναμία συγκέντρωσης, καρδιακές αρρυθμίες, διαταραχές ύπνου, ξηρότητα του δέρματος, τριχόπτωση, διαταραχές κενώσεων κτλ. Ειδικότερα όμως για τα άτομα με ΣΔ1, διαταράσσεται η ρύθμιση του σακχάρου. Στον υποθυρεοειδισμό, είναι συχνές οι υπογλυκαιμίες, ενδεχομένως ο υπολογισμός υδατανθράκων- ινσουλίνης να χρειάζεται συχνές αναπροσαρμογές, ενώ στον υπερθυρεοειδισμό τα επίπεδα του σακχάρου είναι υψηλά και αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος κετοξέωσης.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανική Ένωση Διαβήτη (ADA) και της Διεθνούς κοινότητας για το Διαβήτη σε παιδιά και εφήβους (ISPAD), συνιστούν σε όλους τους ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με ΣΔ1 να εξετάζονται για πιθανή συννοσηρότητα από αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα ελέγχοντας τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών και των ειδικών αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων στο αίμα αμέσως μετά τη διάγνωση του διαβήτη. Ο έλεγχος αυτός συνιστάται να επαναλαμβάνεται ανά 1-2 χρόνια. Επιπλέον, όσον αφορά στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας με ΣΔ1, συνιστάται ο έλεγχος των παραπάνω εξετάσεων να γίνεται κατά την έναρξη της εγκυμοσύνης προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος επιπλοκών που σχετίζεται με τη θυρεοειδική δυσλειτουργία, τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο.
Διαβητική Νεφροπάθεια σε άτομα με διαβήτη τύπου 1
Η νεφρική νόσος που εμφανίζεται σε άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ) αποκαλείται συνήθως διαβητική νεφροπάθεια.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης μπορεί να προκαλέσει βλάβες στις αρτηρίες όλων των οργάνων του σώματος, συμπεριλαμβανόμενων αυτών των νεφρών και να προκληθούν διαταραχές στη νεφρική λειτουργία.
Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, περίπου το 25-40% των ατόμων με διαβήτη τύπου 1 (ΣΔ1) εμφανίζουν διαβητική νεφροπάθεια, ενώ ένα ποσοστό 4-17% των ατόμων με ΣΔ1 εμφανίζουν τελικού σταδίου χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Η νόσος είναι δυνατόν να προληφθεί ή να επιβραδυνθεί η εξέλιξη της μέσω του καλού ελέγχου τόσο της γλυκόζης στο αίμα όσο και των επιπέδων της αρτηριακής πίεσης[1].
Τι είναι η διαβητική νεφροπάθεια;
Ο όρος ‘’νεφροπάθεια’’ είναι ένας γενικός όρος που αφορά στη διαταραχή της λειτουργίας των νεφρών.
Σε προχωρημένο στάδιο, η διαταραχή αυτή οδηγεί σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια ή νεφρική νόσο τελικού σταδίου. Ο ΣΔ αποτελεί την αιτία που προκαλεί το ήμισυ όλων των περιπτώσεων με νεφρική νόσο τελικού σταδίου. Όσον αφορά στη διαβητική νεφροπάθεια των ατόμων με διαβήτη τύπου 1, εμφανίζεται σε πολύ νεαρότερη ηλικία δεδομένης της νεαρής ηλικίας διάγνωσης του διαβήτη. Τη νόσο χαρακτηρίζει κυρίως η μειωμένη ικανότητα των νεφρών να φιλτράρουν το αίμα ενώ η εξέλιξη ποικίλει σε διάρκεια, από λίγα έτη έως δεκαετίες.
Η διαβητική νεφροπάθεια χωρίζεται σε πέντε στάδια, με το 5ο και τελευταίο να είναι εκείνο της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας. Στα πρώτα 2 στάδια η νόσος θεωρείται αναστρέψιμη. Συνήθως χρειάζονται πάνω από αρκετά χρόνια για να φτάσουν οι ασθενείς στο 5ο στάδιο.
Συμπτώματα της διαβητικής νεφροπάθειας
Η διαβητική νεφροπάθεια είναι κυρίως ασυμπτωματική με τα συμπτώματα να τείνουν να γίνουν εμφανή όταν η κατάσταση φθάσει στα μεταγενέστερα στάδια.
Συνήθως τα ακόλουθα συμπτώματα μπορεί να αρχίσουν να παρατηρούνται στο 4ο στάδιο της νόσου:
Οίδημα των κάτω άκρων ή/ και των άνω άκρων που προκαλείται από την κατακράτηση ύδατος.
Τα ούρα πιθανόν να γίνουν σκουρόχρωα
Εύκολη κόπωση με ακόμα και ήπιου βαθμού σωματική άσκηση
Ναυτία
Παράγοντες κινδύνου
Κακή ρύθμιση του σακχάρου του αίματος.
Σύμφωνα με μελέτες μεγάλης κλίμακας, η εμφάνιση αλλά και η εξέλιξη της διαβητικής νεφροπάθειας εξαρτάται από το πόσο ικανοποιητικός είναι ο έλεγχος της γλυκόζης του αίματος, χωρίς να γνωρίζουμε λεπτομερώς το μηχανισμό με τον οποίο τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα προκαλούν βλάβη στους νεφρούς σε συγκεκριμένα άτομα. Η μελέτη DCCT (Diabetes Control and Complications – DCCT)[2] και η μελέτη UKPDS έδειξαν ότι η μείωση της HbA1c κατά 1% μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης μικροαγγειακών επιπλοκών, όπως η νεφροπάθεια, κατά 25% τόσο σε άτομα με διαβήτη τύπου 1, όσο και σε εκείνα με διαβήτη τύπου 2[1]. Όμως είναι σημαντικό να αναφερθεί πως στην προσπάθεια βελτίωσης της γλυκαιμικής ρύθμισης με μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης με τιμές μικρότερες του 5,6% με συνέπεια τη συχνή εμφάνιση υπογλυκαιμιών, παρατηρείται επίσης εμφάνιση της διαβητικής νεφροπάθειας, σύμφωνα με τη μελέτη Eurodiab[3].
Υπέρταση (υψηλή αρτηριακή πίεση)
Η αρτηριακή υπέρταση μπορεί να αποτελεί συνέπεια της διαβητικής νεφροπάθειας όμως μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση ή/ και την ταχύτερη εξέλιξη της νόσου.
Κάπνισμα
Ανεξαρτήτως καλής ή κακής γλυκαιμικής ρύθμισης το κάπνισμα αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη επιπλοκών του διαβήτη, όπως νευροπάθεια, νεφροπάθεια και αμφιβληστροειδοπάθεια.
Υπερλιπιδαιμία
Οικογενής προδιάθεση
Μελέτες έχουν δείξει ότι πιθανώς να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της εμφάνισης της διαβητικής νεφροπάθειας και οικογενειακού ιστορικού νεφρολογικών νοσημάτων.
Είναι δυνατόν να αποφευχθεί η διαβητική νεφροπάθεια;
Στην προσπάθεια έγκαιρης διάγνωσης της διαβητικής νεφροπάθειας σε στάδια που η νόσος είναι ακόμα αναστρέψιμη, τα άτομα με ΣΔ1 θα πρέπει να εξετάζονται με κλινική εξέταση και εργαστηριακό έλεγχο του αίματος και των ούρων τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Μια από τις βασικές διαγνωστικές εξετάσεις περιλαμβάνει το τεστ μικροαλβουμίνης σε δείγμα ούρων ή συλλογή ούρων 24ωρου, προκειμένου να ελεγχθεί εάν υπάρχει πρωτεΐνη στα ούρα.
Εφόσον οι διαγνωστικές εξετάσεις για τη διαβητική νεφροπάθεια γίνονται τακτικά, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, η νόσος μπορεί να εντοπιστεί στα αρχικά στάδια πριν γίνει μη αναστρέψιμη και σοβαρή.
Η ανάπτυξη της διαβητικής νεφροπάθειας μπορεί να καθυστερήσει ή να αποτραπεί με τη διατήρηση καλού ελέγχου των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα και της αρτηριακής πίεσης. Επίσης είναι σημαντική η αποφυγή καπνίσματος.
Εφόσον γίνει η διάγνωση της διαβητικής νεφροπάθειας είναι πιθανό να γίνει σύσταση των παρακάτω θεραπευτικών μέτρων:
Βελτιστοποίηση ρύθμισης σακχάρου
Συνταγογράφηση φαρμάκων για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης (ιδανικά 130/80 mmHg) ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω βλάβη.
Συνταγογράφηση φαρμάκων για τη βελτίωση των πιθανώς αυξημένων τιμών χοληστερίνης ή/και τριγλυκεριδίων αίματος
Αποφυγή μεγάλης ποσότητας άλατος (συνιστάται μεγίστη ποσότητα συνολικής ημερήσιας πρόσληψης άλατος ποσότητα < 5-6 γραμμάρια)
Η τακτική κλινική και εργαστηριακή παρακολούθηση των ατόμων με Σακχαρώδη διαβήτη είναι σημαντική καθώς η έγκαιρη αναγνώριση της βλάβης των νεφρών θα επιτρέψει την λήψη θεραπευτικών μέτρων προκειμένου να περιοριστεί η εξέλιξη της νόσου.
Νεκταρία Παπαδοπούλου- Μαρκέτου, Ενδοκρινολόγος- Διαβητολόγος Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Βιβλιογραφία
[1] Papadopoulou-Marketou N, Chrousos GP, Kanaka-Gantenbein C. Diabetic nephropathy in type 1 diabetes: a review of early natural history, pathogenesis, and diagnosis. Diabetes/Metabolism Research and Reviews 2017;33:e2841.
[2] Wadén J, Forsblom C, Thorn LM, Gordin D, Saraheimo M, Groop P-H, et al. A1C variability predicts incident cardiovascular events, microalbuminuria, and overt diabetic nephropathy in patients with type 1 diabetes. Diabetes 2009;58:2649–55.
[3] Schoenaker D, Simon D, Chaturvedi N, Fuller JH, Soedamah-Muthu SS. Glycemic control and all-cause mortality risk in type 1 diabetes patients: the EURODIAB prospective complications study. The Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism 2014;99:800–7
Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών. Όχι μόνο μια αναπαραγωγική διαταραχή
/in Άρθρα /by endoclinicΤο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (ΣΠΩ), η συχνότερη ενδοκρινοπάθεια των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας (5-8% των γυναικών), περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1935 από τους Stein και Leventhal. Εβδομήνατα πέντε χρόνια μετά αποτελεί μια ετερογενή ενδοκρινική και μεταβολική διαταραχή αγνώστου αιτιολογίας η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης ιατρικής έρευνας λόγω της συχνότητας της κλινικής ετερογένειας, καθώς επίσης και των μακροπρόθεσμων μεταβολικών και καρδιαγγειακών επιπτώσεων της.
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών αποτελεί κλινική διάγνωση, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο, τουλάχιστον, από τα παρακάτω τρία χαρακτηριστικά:
Α) χρόνια ανωοθυλακιορρηξία (που εκδηλώνεται ως αραιομηνόρροια ή αμηνόρροια, δηλαδή λιγότερο από έξι κύκλους κατά την διάρκεια ενός έτους).
Β) Βιοχημική υπερανδογοναιμία (αύξηση ανδρογόνων στο αίμα) ή υπερανδρογονισμός (κλινική εικόνα υπερανδογοναιμίας χωρίς ανάλογα βιοχημικά ευρήματα)
Γ) Πολυκυστική μορφολογία ωοθηκών κατά τον υπερηχογραφικό έλεγχο
Σημαντική προϋπόθεση για την ορθή διάγνωση του ΣΠΩ είναι ο αποκλεισμός άλλων ενδοκρινολογικών παθήσεων ή/και χρήση φαρμάκων που μπορεί να προκαλέσουν ανωοθυλακιορρηξία και κλινική ή βιοχημική υπερανδρογοναιμία.
Η αιτιοπαθογένεια του ΣΠΩ δεν έχει ακόμη διευκρινισθεί, αν και υπάρχουν διάφορες θεωρίες για τις αιτίες εμφάνισης του. Οι κυριότερες είναι η διαταραχή της ωοθηκικής και, ενδεχομένως, της επινεφριδικής λειτουργίας, η θεωρία της αντίστασης της ινσουλίνης και της αντισταθμιστικής υπερινσουλιναιμίας καθώς και η θεωρία της διαταραχής έκκρισης υποθαλαμικών (GnRH) και υποφυσιακών (LH) ορμονών και οι τρεις τους με κοινό παρανομαστή την αυξημένη παραγωγή ανδρογόνων. Η οικογενής εμφάνιση του συνδρόμου είναι γνωστή από πολλά χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι αρκετές φορές υπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό για ΣΠΩ στην υπό εξέταση ασθενή μας.
Όπως προαναφέρθηκε στα κριτήρια διάγνωσης οι ασθενείς συνήθως προσέρχονται για ένα ή περισσότερα συμπτώματα όπως διαταραχές του κύκλου (αραιοί/συνχοί/απουσία κύκλων), υπογονιμότητα, δασυτριχισμό, ακμή, ανδρικού τύπου αλωπέκια, ακμή. Η αναγνώριση του συνδρόμου στην πλήρη του κλινική έκφραση δεν παρουσιάζει παθογνωμονικά σημεία και η φαινοτυπική του ετερογένεια αποτελεί διαγνωστική πρόκληση. Εδώ παίζει σημαντικό ρόλο η αξιολόγηση της ασθενούς από Ενδοκρινολόγο ώστε με την λήψη του ιατρικού ιστορικού, την αντικειμενική εξέταση και την διενέργεια κατάλληλων εξετάσεων να γίνει η σωστή διάγνωση και επομένως σωστή και εξατομικευμένη θεραπεία.
‘Οσον αφορά την θεραπευτική προσέγγιση της ασθενούς έχει μεγάλη σημασία να λαμβάνουμε υπόψη ότι το ΣΠΩ θεωρείται κατεξοχήν αναπαραγωγική αλλά και μεταβολική διαταραχή. Το 30-75% των γυναικών με ΣΠΩ είναι παχύσαρκες και στην πλειοψηφία τους εμφανίζουν ανδρικού τύπου κατανομή με συσσώρευση σπλαγχνικού λίπους στην κοιλιακή χώρα, αυτό που πολύ συχνά ονομάζουμε «κακό λίπος» και που ευθύνεται, στο πολύ γνωστό σε όλους μας, Μεταβολικό Σύνδρομο. Επίσης στις υπέρβαρες και παχύσαρκες προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ο επιπολασμός του ΣΠΩ είναι τετραπλάσιος από αυτόν στον γενικό πληθυσμό. Γυναίκες με ΣΠΩ και αραιομηνόρροια (παχύσαρκες και μη) εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 ο οποίος είναι ακόμα μεγαλύτερος όταν συνυπάρχει παχυσαρκία και οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη. Επίσης το ΣΠΩ συνοδεύεται από αύξηση του κινδύνου εμφάνισης υπερχοληστερολαιμίας και υπερτριγλυκεριδαιμίας, ενώ στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με ιστορικό ΣΠΩ αυξάνεται κατακόρυφα η συχνότητα εμφάνισης αρτηριακής πίεσης.
Συνοψίζοντας, η πολυσυστηματική κλινική έκφραση του ΣΠΩ επιτάσσει αντίστοιχα πολυμετωπική θεραπευτική προσέγγιση και εδώ πέραν της εξατομικευμένης φαρμακευτικής αγωγής, πρωταρχικό ρόλο παίζει η αλλαγή τρόπου ζωής, δηλαδή υιοθέτηση σωστής διατροφικής συμπεριφοράς και σωματικής άσκησης.