ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ

Ο όρος «σακχαρώδης διαβήτης» αναφέρεται σε μια διαταραχή του μεταβολισμού που χαρακτηρίζεται από αύξηση του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα, δηλαδή υπεργλυκαιμία, και οφείλεται σε απόλυτη ή σχετική έλλειψη ινσουλίνης ή/και μειονεκτική δράση της.

Για να καταλάβουμε καλύτερα πώς εμφανίζεται ο σακχαρώδης διαβήτης πρέπει να δούμε τι συμβαίνει στον οργανισμό μας κάθε φορά που τρώμε. Μεγάλο μέρος από το φαγητό που τρώμε, διασπάται στο στομάχι και στο έντερο σε σάκχαρο το οποίο στη συνέχεια απορροφάται και κυκλοφορεί στο αίμα. Όταν αυξάνεται το σάκχαρο στο αίμα, το πάγκρεας που βρίσκεται πίσω από το στομάχι, απελευθερώνει μια ουσία που ονομάζεται ινσουλίνη. Η ινσουλίνη είναι άκρως απαραίτητη προκειμένου να μπορέσει το σάκχαρο που είναι η βασικότερη τροφή των κυττάρων μας να μπει μέσα σε αυτά. Αν ο οργανισμός μας δεν μπορεί να απελευθερώσει την απαραίτητη ποσότητα ινσουλίνης ή αν η ινσουλίνη που παράγουμε δεν μπορεί να συνεργαστεί σωστά με τα κύτταρά μας, τότε το σάκχαρο δεν μπορεί να περάσει όλο μέσα σε αυτά και συσσωρεύεται στο αίμα. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται σακχαρώδης διαβήτης. Εκτός όμως από το σάκχαρο που προέρχεται απευθείας από την απορρόφηση της τροφής, σάκχαρο παράγει και το ήπαρ (συκώτι) με μια διαδικασία που ρυθμίζεται από την ινσουλίνη. Όταν λοιπόν δεν υπάρχει αρκετή ινσουλίνη τότε δεν ελέγχεται σωστά η παραγωγή σακχάρου από το ήπαρ με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υπεργλυκαιμίας (ιδίως της πρωινής).

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ

Οι κυριότεροι τύποι σακχαρώδη διαβήτη είναι οι εξής δύο:

Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1: Οφείλεται σε πλήρη αδυναμία του παγκρέατος να παραγάγει ινσουλίνη εξαιτίας της καταστροφής των ειδικών κυττάρων που την παράγουν λόγω ανοσολογικού μηχανισμού. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η διάγνωση γίνεται πριν την ηλικία των 30 ετών, ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Σε αυτήν την περίπτωση ο ασθενής είναι απαραίτητο να κάνει ινσουλίνη για να επιβιώσει. Η γενετική προδιάθεση αφενός και η επίδραση ορισμένων περιβαλλοντικών παραγόντων (π.χ. ιώσεις) αφετέρου μπορεί να προκαλέσουν ΣΔ τύπου 1. Ωστόσο δεν είναι εντελώς ξεκάθαρος ο αιτιολογικός ρόλος των παραγόντων αυτών.

Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2: Είναι πιο συχνός στους ενήλικες και για αυτό παλαιότερα ονομαζόταν «σακχαρώδης διαβήτης των ενηλίκων». Τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται και σε νεότερες ηλικίες ακόμα και σε παιδιά. Οφείλεται σε μειονεκτική δράση της ινσουλίνης και σε αδυναμία του παγκρέατος να παραγάγει την απαιτούμενη ποσότητα ινσουλίνης για να διατηρηθεί το σάκχαρο σε φυσιολογικά επίπεδα. Προδιαθεσικοί παράγοντες είναι ο ισχυρός παράγων της κληρονομικότητας χωρίς ωστόσο να σημαίνει απαραίτητα ότι τα παιδιά γονέων με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 θα νοσήσουν από αυτήν την πάθηση. Οι πιθανότητες αυξάνουν κατά πολύ όταν και οι δύο γονείς πάσχουν, όταν υπάρχει καθιστική ζωή και έλλειψη σωματικής άσκησης, παχυσαρκία, κακή διατροφή πλούσια σε κορεσμένα λίπη και απλά σάκχαρα καθώς και φτωχή σε φρούτα και λαχανικά. Η διαρκής προσήλωση σε συνήθειες υγιεινής διατροφής και τακτικής σωματικής άσκησης σε συνεργασία με τον κατάλληλο συνδυασμό φαρμακευτικής αγωγής (χάπια ή/και ινσουλίνη) θα επιτύχουν την όσο το δυνατόν καλύτερη ρύθμιση.

Άλλοι τύποι διαβήτη είναι:

  • Ο διαβήτης κύησης. Εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κυρίως ως αποτέλεσμα των ορμονικών μεταβολών, ενώ πρόσθετοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η κληρονομικότητα, η προϋπάρχουσα παχυσαρκία και η μεγάλη αύξηση του σωματικού βάρους κατά την εγκυμοσύνη.
  • Ο διαβήτης ως συνέπεια παθήσεων του παγκρέατος και ορισμένων ενδοκρινολογικών παθήσεων (π.χ. ο υπερθυρεοειδισμός, Cushing, Μεγαλακρία).
  • Μετά από λήψη ορισμένων φαρμάκων (π.χ. κορτιζόνη, διουρητικά, ψυχοφάρμακα) σε άτομα με προδιάθεση για διαβήτη.
  • Άλλες σπάνιες μορφές διαβήτη που οφείλονται σε κληρονομικά νοσήματα και γονιδιακές διαταραχές.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΔΙΑΒΗΤΗΣ

Πρόκειται για μεταβατικό-ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της φυσιολογικής κατάστασης και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον κυρίως για δυο λόγους. Πρώτον διότι χωρίς παρέμβαση, δηλαδή απώλεια βάρους, σωστή διατροφή και σωματική άσκηση είναι δυνατόν να εξελιχτεί σε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (κίνδυνος έως 50% σε 5 έτη), ενώ αντίθετα η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής είναι δυνατόν να αναστρέψει την πορεία προς τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Δεύτερον διότι σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΣΥΜΤΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ

Τα κλασικά συμπτώματα είναι η έντονη δίψα, η πολυουρία και η έντονη πείνα που οδηγεί σε πολυφαγία χωρίς απαραίτητα να αυξάνεται και το σωματικό βάρος. Η πολυουρία και η δίψα οφείλονται στο γεγονός ότι, όταν το σάκχαρο ξεπεράσει κάποια όρια, οι νεφροί δεν μπορούν πλέον να το συγκρατήσουν και αποβάλλεται στα ούρα συμπαρασύροντας και νερό. Άλλα συμπτώματα του σακχαρώδη διαβήτη είναι η ανεξήγητη αδυναμία/ καταβολή, η θόλωση της όρασης καθώς και ενοχλήσεις και κνησμός στα γεννητικά όργανα με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης ουρολοιμώξεων και μυκητιάσεων των γεννητικών οργάνων. Ειδικά ο ΣΔ τύπου 2 μπορεί να εμφανίζεται χωρίς ή με πολύ ήπια συμπτώματα ακόμα και εάν το σάκχαρο είναι υψηλό. Στην περίπτωση αυτή η διάγνωση γίνεται είτε τυχαία σε κάποια μέτρηση σακχάρου, είτε με τη διάγνωση κάποιων από τις χρόνιες επιπλοκές του (π.χ. μετά από μια οφθαλμολογική εξέταση ή κάποιο καρδιαγγειακό επεισόδιο). Αντίθετα στον ΣΔ τύπου 1 τα συμπτώματα είναι πιο έντονα και εμφανίζονται εξελίσσονται γρηγορότερα οδηγώντας σε ταχύτερη διάγνωση της νόσου.

ΠΟΙΑ ΑΤΟΜΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΕΛΕΓΧΟ ΓΙΑ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ (SCREENING)

  • Ηλικία ≥45 έτη
  • Άτομα με παχυσαρκία ανεξαρτήτως ηλικίας
  • Οικογενειακό ιστορικό διαβήτη τύπου 1 ή 2 σε γονείς, αδέλφια, παιδιά
  • Ιστορικό υπέρτασης ή καρδιοαγγειακής νόσου
  • Ιστορικό διαβήτη κύησης ή/και γέννηση παιδιών με σωματικό βάρος >4 kg
  • Γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
  • Λήψη φαρμάκων που προδιαθέτουν σε αύξηση της γλυκόζης αίματος

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΟΝ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ

Α) ΑΝΤΙΔΙΑΒΗΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ

Τις περισσότερες φορές με τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη χρειάζεται να χορηγηθούν αντιδιαβητικά φάρμακα μαζί με τη σωστή διατροφή και την άσκηση. Το είδος και τη δοσολογία των φαρμάκων θα τα καθορίσει ο θεράπων γιατρός. Τα φάρμακα αυτά είναι χρήσιμα, μόνον όταν ο οργανισμός εξακολουθεί να παράγει ινσουλίνη. Δεν χορηγούνται στην εγκυμοσύνη. Τα αντιδιαβητικά φάρμακα διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες που ταξινομούνται σε ομάδες σύμφωνα με τον τρόπο δράσης τους. Έτσι έχουμε φάρμακα που: α) Αυξάνουν την έκκριση της ινσουλίνης, β) Ελαττώνουν την αντίσταση των ιστών στην ινσουλίνη, γ) Ελαττώνουν την απορρόφηση των υδατανθράκων από το έντερο, δ) αυξάνουν τη αποβολή του σακχάρου από τα ούρα. Κανένας τύπος αντιδιαβητικών φαρμάκων δεν μπορεί να ρυθμίσει άριστα τον διαβήτη αν δεν συνδυαστεί με πιστή τήρηση των οδηγιών σωστής διατροφής και άσκησης.

Β) ΙΝΣΟΥΛΙΝΗ

Η ινσουλινοθεραπεία χρειάζεται στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • Σε άτομα με ΣΔ τύπου 1
  • Σε άτομα με ΣΔ τύπου 2 που δεν ρυθμίζονται ικανοποιητικά με άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα ή υπάρχει αντένδειξη για τη χορήγησή τους ή στην έναρξη του διαβήτη όταν υπάρχει σημαντική απορρύθμιση για να επιτύχουμε γρηγορότερη και πιο αποτελεσματική ρύθμιση του σακχάρου
  • Σε περιπτώσεις εγκυμοσύνης.

Χορήγηση ινσουλίνης και είδη

Καλό είναι να ξέρεις μερικά βασικά πράγματα για την ορμόνη αυτή. Η ινσουλίνη χορηγείται με υποδόρια ένεση ή σε συνεχή υποδόρια έγχυση με το σύστημα αντλίας (ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1) ή ενδοφλέβια (σε ασθενείς με ΣΔ τύπου 1 ή 2 κατά την διάρκεια οξείας απορρύθμισης στα πλαίσια νοσηλείας) . Δεν μπορείς να την πάρεις από το στόμα, γιατί καταστρέφεται από τα υγρά του στομάχου. Ανάλογα με τη δομή τους οι ινσουλίνες διακρίνονται σε ανθρώπινου τύπου (σήμερα χρησιμοποιούνται σπάνια) και σε ανάλογα ινσουλίνης, που δημιουργήθηκαν με τροποποίηση του μορίου της ανθρώπινης ινσουλίνης. Ανάλογα με τη δράση τους οι ινσουλίνες διακρίνονται σε ταχείας δράσης σε μακράς δράσης, ενώ κυκλοφορούν και τα μείγματα ινσουλίνης.

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ

Αυτοέλεγχος σακχάρου

Αυτοέλεγχος του διαβήτη ή αυτομέτρηση είναι η εξέταση του σακχάρου του αίματος από το ίδιο το άτομο με διαβήτη με μικρές, εύχρηστες και αξιόπιστες ηλεκτρονικές συσκευές που ονομάζονται σακχαρόμετρα. Ο αυτοέλεγχος εκτός από τη μέτρηση περιλαμβάνει την καταγραφή των μετρήσεων στο ειδικό ημερολόγιο και τον σχολιασμό των πιθανών παραγόντων που ευθύνονται για τις ακραίες τιμές, είτε υπογλυκαιμίες είτε υπεργλυκαιμίες. Ολοκληρώνεται με την επίδειξη του ημερολογίου αυτοελέγχου στην επόμενη συνάντηση με τον γιατρό και την ανάλογη προσαρμογή της θεραπείας, της διατροφής, της άσκησης και της συνολικής διαβίωσης. Η συχνότητα των μετρήσεων εξαρτάται από το είδος και τους στόχους της θεραπείας.

 

Έλεγχος κετονών (οξόνης) αίματος

Χρειάζεται σε ΣΔ τύπου 1 σε οξείες καταστάσεις απορρύθμισης, όπως είναι ο πυρετός, ο τραυματισμός, οι λοιμώξεις, η κύηση ή όταν το σάκχαρο αίματος είναι πάνω από 250 mg/dl. Επιβάλλεται σε συμπτώματα κετοξέωσης όπως είναι η ναυτία, οι έμετοι, οι κοιλιακοί πόνοι, η δίψα, η αφυδάτωση, η ζάλη, η θολή όραση, ο πονοκέφαλος. Η παρουσία αυξημένης οξόνης σε συνδυασμό με αυξημένα επίπεδα σακχάρου είναι κατεπείγουσα κατάσταση και χρειάζεται άμεση επικοινωνία με τον γιατρό ή και νοσηλεία.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Προϋπόθεση για την άριστη αντιμετώπιση του διαβητικού ασθενούς είναι η τακτική παρακολούθηση του με τους απαραίτητους κλινικούς και εργαστηριακούς ελέγχους

  • Μέτρηση γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c%). Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη HbA1C δείχνει τη μέση ρύθμιση του διαβήτη του τελευταίου διμήνου-τριμήνου. Η HbA1C και ο αυτοέλεγχος διαφέρουν και αλληλοσυμπληρώνονται σαν ιδανικό ζευγάρι.
  • Έλεγχος βιοχημικών – ορμονολογικών παραμέτρων στο αίμα και στα ούρα (γεν. αίματος, λιπίδια, ηπατική-νεφρική λειτουργία,  ηλεκτρολύτες, γεν.ούρων, μικρολευκωματίνη ούρων, θυρεοειδική λειτουργια, οστικός μεταβολισμός κτλ).
  • Παρακολούθηση συνοδών νοσημάτων και τυχόν χρόνιων επιπλοκών (μέτρηση αρτηριακής πίεσης, περιοδική καρδιολογική εκτίμηση, οφθαλμολογική εξέταση με βυθοσκόπηση, έλεγχος διαβητικής νευροπάθειας, εντοπισμός και αντιμετώπιση παραγόντων κινδύνου για σύνδρομο διαβητικού ποδιού κτλ)

Συνοπτικά ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια πάθηση που μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και αυτό εξαρτάται από δύο συντελεστές: α) Τον γιατρό που ευθύνεται για τον θεραπευτικό σχεδιασμό. β) Το άτομο με διαβήτη που ευθύνεται για την εφαρμογή του σχεδίου. Η συνεργασία γιατρού και ατόμου με διαβήτη είναι μία πολύτιμη θεραπευτική συμμαχία εναντίον του διαβήτη. Η ευθύνη και η συμμετοχή στις αποφάσεις είναι κοινή και ισότιμη. Οι προσωπικές ανάγκες και προτιμήσεις του ασθενούς είναι σεβαστές και σημαντικές στη λήψη αποφάσεων. Η φροντίδα της υγείας του ατόμου με διαβήτη δεν είναι μόνο κοινωνική αλλά και ατομική υποχρέωση που προϋποθέτει κατάλληλη εκπαίδευση. Με την εκπαίδευση το άτομο με διαβήτη σταδιακά αναπτύσσει την ικανότητα να συμμετέχει συνειδητά στη φροντίδα της υγείας του, να είναι ευέλικτο, να κάνει σωστές επιλογές και να παίρνει συνετές αποφάσεις.

Θυρεοειδής αδένας

Ο θυρεοειδής αδένας είναι ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπινου σώματος. Εντοπίζεται στην πρόσθια περιοχή του τραχήλου, αποτελείται από 2 λοβούς (δεξιό και αριστερό), οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με τον ισθμό. Ενίοτε, σε ορισμένους ανθρώπους, υπάρχει και ένα τρίτος λοβός, ο πυραμοειδής, που είναι μια προσεκβολή του θυρεοειδούς προς τα άνω.

Η αρχική ονομασία του θυρεοειδούς ήταν “λαρυγγικός αδένας”. Θυρεοειδής ονομάστηκε το 1656 από τον Warton εξαιτίας του σχήματός του, που μοιάζει με ασπίδα (θυρεός = ασπίς). Η πρώτη αναφορά σε παθολογία του αδένα έγινε το 1786, όταν ο Parry μίλησε για υποθυρεοειδισμό και βρογχοκήλη.

Ο θυρεοειδής αδένας παράγει τρεις ορμόνες: 1) τη θυροξίνη ή τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4) και 2) την τριιωδοθυρονίνη (Τ3) που ρυθμίζουν το μεταβολισμό όλων των ιστών, και 3) την καλσιτονίνη που ελαττώνει τα επίπεδα του ασβεστίου του αίματος. Η σύνθεση και η έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών ρυθμίζεται από τη θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH) που παράγεται στην υπόφυση, η οποία, με τη σειρά της, εξαρτάται από την έκκριση της θυρεοεκλυτικής ορμόνης (TRH) που παράγεται στον υποθάλαμο. Απαραίτητο για τη σύνθεση θυρεοειδικών ορμονών είναι το ιώδιο, το οποίο βρίσκεται συγκεντρωμένο στο θυρεοειδή.

ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΙΟ ΣΥΧΝΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΚΔΗΛΩΝΟΝΤΑΙ

Οι πιο συχνά εμφανιζόμενες παθήσεις του θυρεοειδούς είναι ο υποθυρεοειδισμός όπου εμφανίζεται προοδευτικά έντονη κούραση και σωματική αδυναμία, νωθρότητα, αργός ρυθμός ομιλίας, βραχνάδα, ιδιαίτερη ευαισθησία στο κρύο, δυσκοιλιότητα, αύξηση του βάρους και ξηροδερμία. Στον υπερθυρεοειδισμό το άτομο παραπονιέται για αυξημένη νευρικότητα, τρόμο στα άκρα, αϋπνίες, ταχυκαρδία, εύκολο λαχάνιασμα και κόπωση. Δεν ανέχεται τη ζέστη, και είναι χαρακτηριστικό ότι η όρεξή του είναι αυξημένη και ενώ τρώει συνήθως πολύ, χάνει βάρος και αδυνατίζει! Όταν η νόσος προσβάλει τα μάτια, οι ασθενείς εμφανίζουν εξόφθαλμο (προπέτεια των οφθαλμών). Γενικά ο υπερθυρεοειδισμός είναι μια κατάσταση κατά την οποία έχουμε ένα «ζωηρό» θυρεοειδή που εκκρίνει μεγαλύτερες από το φυσιολογικό ποσότητες θυρεοειδικών ορμονών και ο υποθυρεοειδισμός, κατάσταση κατά την οποία ο θυρεοειδής «τεμπελιάζει» και εκκρίνει μειωμένη ποσότητα ορμονών.  Ο όρος βρογχοκήλη που τόσο συχνά ακούγεται στις παθήσεις του θυρεοειδούς, αναφέρεται στο μέγεθος του αδένα και απλά σημαίνει διόγκωσή του, που γίνεται εύκολα αντιληπτή ως πρήξιμο στο λαιμό και προκαλεί πολλές φορές ανησυχία στον ασθενή. Τέλος μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιο σημείο μέσα στο θυρεοειδικό ιστό ένα ή περισσότερα ογκίδια, που ονομάζονται όζοι. Οι όζοι είναι συνήθως στρογγυλοί και πιο σκληροί από τον αδένα και αποτελούν αποτέλεσμα τοπικής υπερπλασίας του αδένα με ίνωση ή κύστη ή καλοήθη όγκο. Έχει μεγάλη σημασία η παρακολούθηση αυτών των όζων, γιατί κάποιοι από αυτούς, ευτυχώς λίγοι, μπορεί να κρύβουν κακοήθεια

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ

Πρόκειται για μια μορφή καρκίνου (< 1% όλων των καρκίνων ) έχει καλή πρόγνωση και διακρίνεται σε δύο μορφές:

Το μυελοειδές καρκίνωμα, που προέρχεται από τα παραθυλακιώδη κύτταρα και είναι το λιγότερο συχνό, και τα καρκινώματα που προέρχονται από τα θυλακιώδη κύτταρα και είναι τα συχνότερα (θηλώδη και θυλακιώδη καρκινώματα).

Στις περισσότερες περιπτώσεις ανευρίσκεται τυχαία, υπό μορφή μονήρους όζου (τοπικής διόγκωσης) μετά από κλινική εξέταση ή μετά από παρατήρηση του ίδιου του ασθενή ή κάποιου ατόμου του περιβάλλοντός του. Κάποιες φορές η διάγνωση γίνεται μετεγχειρητικά, μετά από αφαίρεση του αδένα, που έγινε για θεραπεία βρογχοκήλης.

Η πιο αποτελεσματική προεγχειρητική μέθοδος για τη διαφορική διάγνωση μεταξύ καλοήθους όζου και καρκίνου είναι η κυτταρολογική εξέταση υλικού από παρακέντηση με λεπτή βελόνα (FNA), αν και σε κάποιες περιπτώσεις απαιτείται ιστολογική διάγνωση, δηλαδή αυτή που προκύπτει μετά την χειρουργική αφαίρεση του αδένα. Οι περισσότεροι ασθενείς υποβάλλονται αρχικά σε θυρεοειδεκτομή, και όλοι μετεγχειρητικά λαμβάνουν ορμονοθεραπεία. Μερικοί ασθενείς πρέπει να λάβουν ραδιενεργό ιώδιο, ενώ σπάνια προτείνεται ακτινοθεραπεία και ακόμη πιο σπάνια, χημειοθεραπεία.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΟΣ

Για την σωστή διάγνωση και αντιμετώπιση των παθήσεων του θυρεοειδούς είναι απαραίτητο:

  • Λήψη του ιατρικού ιστορικού.

Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από όλο και μεγαλύτερα επιτεύγματα της τεχνολογίας, μερικές φορές είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως το ιατρικό ιστορικό του ασθενούς εξακολουθεί να είναι το πιο σημαντικό τμήμα της διαγνωστικής διαδικασίας. Το ιατρικό ιστορικό παραμένει ο σημαντικότερος δείκτης, γιατί δείχνει το δρόμο προς τις διαδικασίες που είναι οι πιο ενδεδειγμένες για την κάθε περίπτωση.

  • Γενική αντικειμενική εξέταση του ασθενούς εστιάζοντας στην εύρεση σημείων που υποδηλώνουν δυσλειτουργία του θυρεοειδούς
  • ψηλάφηση του θυρεοειδούς.

 

ΠΟΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΠΑΘΕΙΑΣ

Οι εξετάσεις του θυρεοειδούς που βοηθούν στην επιβεβαίωση της κλινικής μας διάγνωσης περιλαμβάνουν

  • Αιματολογικός έλεγχος με:

fT4 (ελεύθερη θυροξίνη) -T4 (θυροξίνη), Τ3 (τριϊωδοθυρονίνη): οι παραγόμενες από το θυρεοειδή ορμόνες ή/και τα βιολογικά δραστικά κλάσματά τους.

TSH (θυρεοτρόπος ορμόνη) : η υποφυσιακή ορμόνη που ρυθμίζει τη λειτουργία του θυρεοειδούς, από τη μέτρηση της οποίας εξάγονται συμπεράσματα για την υπο/υπερ- λειτουργία του.

Αnti-TPO (αντιθυρεοειδικά αντισώματα), anti-TG (αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα) : τα κύρια αντιθυρεοειδικά αντισώματα. Οι αναλύσεις μπορούν να προβλέψουν αρχόμενη δυσλειτουργία του αδένα και χρησιμοποιούνται για τη διαπίστωση της θυρεοειδίτιδας Hashimoto και της ασθένειας Graves  (μπορεί να είναι αναγκαίος και ο προσδιορισμός των αντισωμάτων  έναντι του TSH- ΤSI)

 

Θυρεοσφαιρίνη (TG), καλσιτονίνη (CT), CEA (καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο) : δείκτες με τους οποίους μπορούν να ανιχνευθούν νεοπλασίες και καρκινώματα στον αδένα. Οι αναλύσεις προτείνονται σε περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις νεοπλασματικού νοσήματος.

  • Απεικονιστικός έλεγχος με:

Υπερηχογράφημα,

Σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς αδένα, 

Αξονική ή μαγνητική τομογραφία

3) Παρακέντηση υπό καθοδήγηση υπερήχων, όταν υπάρχει όζος.

Η καθεμιά από τις παραπάνω εξετάσεις έχει την ιδιαίτερη ένδειξή της ανάλογα με την κλινική εικόνα της θυρεοειδικής νόσου. Για την παρακέντηση αξίζει να αναφέρουμε ότι είναι πλέον πρώτης γραμμής εξέταση στη διερεύνηση των όζων του θυρεοειδούς. Η διαδικασία είναι απλή, γρήγορη, χωρίς πόνο και χωρίς κίνδυνο να γίνει διασπορά καρκινικών κυττάρων σε περίπτωση κακοήθους όζου.

ΠΡΟΛΗΨΗ, ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ

Η αξιολόγηση της θυρεοειδικής λειτουργίας σε ασυμπτωματικούς ασθενείς ενδείκνυται στις παρακάτω κατηγορίες ατόμων:

  • Γυναίκες στην αρχή της εγκυμοσύνης ή νωρίτερα εάν υπάρχει οικογενειακή προδιάθεση για θυρεοειδοπάθεια
  • Άτομα που πάσχουν από άλλα αυτοάνοσα νοσήματα (π.χ ρευματοειδής αρθρίτιδα, λεύκη, κοιλιοκάκη, νόσος του Crohn, κατά πλάκα σκληρυνση, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, ανεπάρκεια των επινεφριδίων)
  • Άτομα με συγγενείς πρώτου βαθμού που πάσχουν από θυρεοειδοπάθεια
  • Γυναίκες στην εμμηνοπαυσιακή ηλικία και γενικώς άτομα > 65 χρονών

Οι περισσότερες παθήσεις του θυρεοειδούς αντιμετωπίζονται επαρκώς με φαρμακευτική αγωγή. Η παρακολούθηση θα πρέπει να είναι συστηματική, για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η χειρουργική αντιμετώπιση αποτελεί λύση όταν τα αποτελέσματα είναι ανεπαρκή με τα φάρμακα ή όταν πρέπει να εξαιρεθεί ο θυρεοειδής (πχ σε ευμεγέθη ή/και καταδυόμενη βρογχοκήλη με συμπιεστικά συμπτώματα ή σε καρκίνο).