Η βιταμίνη D στην εποχή του κορωνοϊού και όχι μόνον

Γεώργιος Π. Χρούσος*

Γνωρίζοντας τις πολλαπλές δράσεις της βιταμίνης D στο ανοσοποιητικό μας σύστημα και τη φλεγμονή, καθώς και τον πιθανό προστατευτικό ρόλο που φαίνεται να έχει στις χειμερινές πνευμονικές λοιμώξεις, όπως η γρίπη, και σε αλλεργικά και αυτοάνοσα νοσήματα, όπως αντίστοιχα το άσθμα και η σκλήρυνση κατά πλάκας, θεώρησα ότι είναι σημαντικό να επιστήσω την προσοχή μας σε πιθανή θωράκιση της υγείας μας από τον SARS-CoV-2 από αυτή την αρχέγονη βιταμίνη.

H βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή στερόλη που κυκλοφορεί στη φύση και ευρίσκεται στα φυτά ως D2 και στα ζώα ως D3. Παίζει σημαντικό ρόλο σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, ρυθμίζοντας τη λειτουργία πολλών από τα γονίδιά τους. Ανήκει στις λεγόμενες πυρηνικές ορμόνες, που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη της ζωής. Η βιταμίνη D, όπως και άλλες πυρηνικές ορμόνες, π.χ., η κορτιζόλη, τα ανδρογόνα και τα οιστρογόνα, επηρεάζει την λειτουργία πάνω από 5% του ανθρώπινου γονιδιώματος των περίπου 44.000 γονιδίων, ήτοι πάνω από 2.200 γονίδια. Είναι ενδιαφέρον ότι οι πολλές αλλαγές που παρατηρήθηκαν δεν ήταν δραματικές, και αυτό ίσως εξηγεί γιατί σε μελέτες θεραπείας με βιταμίνη D, οι κλασικοί μεμονωμένοι βιο-δείκτες διαφόρων νόσων επίσης δεν δείχνουν δραματικές αλλαγές. Δηλαδή, η αναπλήρωση της βιταμίνης D για τη διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων επηρεάζει πάρα πολλούς παράγοντες, αλλά από λίγο.

Μάθαμε ότι η βιταμίνη D υπάρχει και είναι σημαντική για την υγεία, με την πρώτη θεραπεία της ραχίτιδας το 1922, και, αργότερα, της οστεομαλάκυνσης στους ενηλίκους. Η σημασία της βιταμίνης D στον μεταβολισμό και στην υγεία των οστών είναι αδιαμφισβήτητη. Αλλά η πλειάδα των γονιδίων που επηρεάζει ξεπερνά κατά πολύ τα γονίδια που έχουν να κάνουν με τα οστά. Πράγματι, επηρεάζει και γονίδια που εμπλέκονται στον γενικό μεταβολισμό, καθώς και στη λειτουργία του κεντρικού νευρικού, καρδιαγγειακού, και ανοσοποιητικού συστήματος, μεταξύ άλλων. Δεν υπάρχει ιστός στο σώμα μας που να μην έχει υποδοχείς για τη βιταμίνη D και η πολυσχιδής δράση της σε όλα τα συστήματα του οργανισμού επαληθεύεται και από την επίδρασή της στο πρωτέωμα του ανθρώπινου πλάσματος. Ομαλοποίηση των επιπέδων βιταμίνης D ασθενών με υποβιταμίνωση D οδήγησε σε αλλαγές των επιπέδων σε περίπου 400 από τις πάνω από 4.000 πρωτεΐνες που φυσιολογικά ανιχνεύονται στην κυκλοφορία. Εχουν δημοσιευθεί πολλές μελέτες που δείχνουν ότι χαμηλά επίπεδα 25-υδροξυ-βιταμίνης D στο αίμα, δηλαδή η υποβιταμίνωση D, σχετίζονται με σοβαρές παθολογίες έξω από το σκελετικό σύστημα: Αυτές συμπεριλαμβάνουν όλα τα λεγόμενα «χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα», δηλαδή παχυσαρκία, αντίσταση στην ινσουλίνη, δυσανοχή στην γλυκόζη, διαβήτη τύπου 2, δυσλιπιδαιμία, υπέρταση, καρδιαγγειακή νόσο, αυτο-άνοσες και αλλεργικές παθήσεις, κατάθλιψη, καθώς και ορισμένες λοιμώξεις και καρκίνοι. Υποβιταμίνωση D στην έγκυο επίσης σχετίζεται με επιπλοκές της κύησης και της γέννησης, όπως διαβήτης και υπερτασικές εκδηλώσεις της κύησης, πρόωρος τοκετός, επιπλοκές του τοκετού και πιθανά προβλήματα με το βρέφος και το παιδί.

Η βιταμίνη D επηρεάζει τη φυσική και ειδική ανοσία του οργανισμού και αυξάνει την προστατευτική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος στους πνεύμονες και άλλα όργανα από τη φλεγμονή, καταστέλλοντας κυρίως την κυτταρική ανοσία. Στη νόσο COVID-19 δεν έχουν ακόμα δημοσιευθεί δεδομένα που να συσχετίζουν την υποβιταμίνωση D με τη νόσο και τις εκδηλώσεις της, όμως, μελέτες έχουν ήδη αρχίσει. Σημειωτέον, πολλές πνευμονικές λοιμώξεις λαμβάνουν χώρα τον χειμώνα, όταν τα επίπεδα της βιταμίνης D είναι φυσιολογικά πιο χαμηλά από το καλοκαίρι, ενώ αυτές αυξάνονται προοδευτικά με την ηλικία, αντιστρόφως ανάλογα από τα επίπεδα της βιταμίνης, τα οποία ελαττώνονται με τα χρόνια λόγω προϊούσας κακής απορρόφησης της βιταμίνης από το γαστρεντερικό σύστημα. Επιπλέον, οι εποχιακές πνευμονικές λοιμώξεις αυξάνονται αντιστρόφως ανάλογα με τον βαθμό της παχυσαρκίας, όπως αυτή εκφράζεται με τον δείκτη μάζας σώματος (BMI). Μεγάλη προοπτική μελέτη στην Ιρλανδία δείχνει ελάττωση των χειμερινών πνευμονικών λοιμώξεων, όπως η γρίπη, σε ηλικιωμένους που λαμβάνουν βιταμίνη D. Oι παραπάνω συσχετίσεις προφανώς δεν σηματοδοτούν αιτιακή σχέση, όμως, χωρίς αμφιβολία, χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είναι προάγγελος κακών συμβαμάτων στην υγεία μας.

Η βιταμίνη D προσλαμβάνεται με την τροφή και αποθηκεύεται στο λίπος ως πρόδρομος ανενεργός ουσία ή προβιταμίνη, ή ήδη ενεργοποιημένη από ζωικές τροφές. Για να γίνει πλήρως δραστική, η προβιταμίνη ενεργοποιείται στο δέρμα χρησιμοποιώντας ενέργεια που προσλαμβάνεται από την υπεριώδη ακτινοβολία Β του ήλιου (UVB). Στη συνέχεια, μεταβαίνει στο ήπαρ, όπου υδροξυλιώνεται στη θέση 25 και γίνεται 25-υδροξυ-βιταμίνη D, και κυκλοφορεί στο αίμα, όπου και τη μετράμε ως βιο-δείκτη έλλειψης, ανεπάρκειας ή επάρκειας βιταμίνης D. Aπό τις δύο μορφές της βιταμίνης D3 ή D2, η πρώτη έχει καλύτερη βιοδιαθεσιμότητα στον οργανισμό μας από τη δεύτερη, και γι’ αυτό η θεραπεία συνήθως γίνεται με βιταμίνη D3.

Στην πατρίδα μας, τα υπάρχοντα δεδομένα δείχνουν ξεκάθαρα ότι πάνω από 50% των κατοίκων όλων των ηλικιών πάσχουν από υποβιταμίνωση D. Γνωρίζουμε από πρόσφατη τυχαιοποιημένη μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ότι η πρόσληψη βιταμίνης D στην πατρίδα μας είναι πολύ χαμηλή, κατά μέσον όρο το 1/7 της απαιτούμενης. Συνεπώς, παρά την αφθονία ηλιακού φωτός που διαθέτουμε, ακόμα και αν κάποιος εκτίθεται στον ήλιο τουλάχιστον 20-30 λεπτά την ημέρα, όπως είναι η γενική σύσταση, η ανεπαρκής πρόσληψη της προβιταμίνης και βιταμίνης D από τις τροφές προδιαθέτει σε υποβιταμίνωση.

Ο καιρός καλυτερεύει, τα εμβόλια κατά του SARS-CoV-2 είναι καθ’ οδόν, τα φάρμακα και άλλες θεραπείες για τη νόσο όλο και βελτιώνονται, ενώ ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν αποκτήσει ανοσία αυξάνεται παγκόσμια. Ανεξαρτήτως των παραπάνω, όμως, η επαρκής πρόσληψη βιταμίνης D είναι, κατά τη γνώμη μου, μια σοφή προληπτική πράξη, δεδομένου ότι είναι ένας πολύ εύκολος τρόπος για να προστατευθούμε από μία πλειάδα νόσων, πιθανόν συμπεριλαμβανομένης και της νόσου COVID-19. Η ελληνική παροιμία «φύλαγε τα ρούχα σου για να έχεις τα μισά» σίγουρα ισχύει στην περίπτωση της βιταμίνης D.

* Ο Γεώργιος Π. Χρούσος είναι ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας στο ΕΚΠΑ, διευθυντής του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Υγείας Μητέρας, Παιδιού, και Ιατρικής Ακριβείας. Επικεφαλής έδρας UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής.

 

Πηγή: kathimerini.gr

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση