Παχύσαρκοι ασθενείς και θεραπείες

Οι νέες θεραπείες με αγωνιστές του υποδοχέα GLP-1, όπως η σεμαγλουτίδη και η τιρζεπατίδη, έχουν φέρει επανάσταση στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Είναι φάρμακα που μιμούνται τις φυσιολογικές επιδράσεις εντερικών ορμονών, μεταξύ άλλων μειώνοντας την όρεξη και προάγοντας τον κορεσμό, με αποτέλεσμα σημαντική απώλεια βάρους. Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι δεν ανταποκρίνονται όλοι οι ασθενείς το ίδιο. Σε κάποιους, η απώλεια βάρους είναι εντυπωσιακή, ενώ άλλοι παρουσιάζουν ελάχιστο έως καθόλου αποτέλεσμα.

Αυτό το φαινόμενο, η ετερογένεια στην ανταπόκριση, έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον. Είναι γνωστό ότι η παχυσαρκία δεν αποτελεί μια ομοιογενή διαταραχή, δηλαδή δεν είναι μία ενιαία νόσος, αλλά ένα σύνολο «φαινοτύπων»  με διαφορετικούς παθογενετικούς μηχανισμούς, όπου υπεισέρχονται γενετικοί, επιγενετικοί, μεταβολικοί, συμπεριφορικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Ετσι, είναι αναμενόμενο ότι και η ανταπόκριση σε μια συγκεκριμένη φαρμακευτική παρέμβαση δεν θα είναι η ίδια για όλους.

Για παράδειγμα, η παρουσία πολυμορφισμών ή μεταλλαγών σε γονίδια, όπως αυτό που κωδικοποιεί τον υποδοχέα του GLP-1 ή κοινοί πολυμορφισμοί στον υποδοχέα της μελανοκορτίνης MC4R, μπορεί να επηρεάζει την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, συνεπώς άτομα με συγκεκριμένες γενετικές παραλλαγές ίσως έχουν χαμηλότερη ανταπόκριση. Επιπλέον, εσωτερικοί (ενδο)φαινότυποι, όπως η υπερινσουλιναιμία και η αντίσταση στη λεπτίνη – καταστάσεις που χαρακτηρίζουν πολλούς παχύσαρκους ασθενείς – πιθανόν να σχετίζονται με μειωμένη απώλεια βάρους. Πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό Nature Medicine αναφέρεται σε μελέτη άνω των 5 εκατομμυρίων ανθρώπων διαφορετικών φυλών, η οποία υπολόγισε «πολυγονιδιακό» δείκτη με ισχυρή προβλεπτική ικανότητα μελλοντικής παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους. Αναμένεται ότι ένα τέτοιο βοήθημα θα είναι χρήσιμο και θα βελτιώσει την πρόληψη και φροντίδα της παχυσαρκίας στο εγγύς μέλλον.

Εξάλλου, υπάρχουν συνοδά νοσήματα ή καταστάσεις, όπως ψυχιατρικές διαταραχές, π.χ., κατάθλιψη ή σχιζοφρένεια, σοβαρός διαβήτης τύπου 2, ενδοκρινικές δυσλειτουργίες, όπως σύνδρομο Cushing, διάφορα φάρμακα (γλυκοκορτικοειδή, άτυπα αντιψυχωσικά), και διαταραχές του ύπνου – ιδίως άπνοια του ύπνου –  που μπορούν να επηρεάσουν την έκβαση της θεραπείας. Φυσικά, φαρμακοκινητικοί και συμμορφωτικοί παράγοντες παίζουν σημαντικούς ρόλους. Η βιοδιαθεσιμότητα, ο ρυθμός απορρόφησης και η ενδεδειγμένη τακτική λήψη του φαρμάκου επηρεάζουν την κλινική αποτελεσματικότητα.

Αξιοσημείωτη είναι και η επίδραση του μικροβιώματος του εντέρου, το οποίο παίζει καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού και της ενεργειακής ισορροπίας. Η σύνθεσή του διαφέρει από άτομο σε άτομο και μπορεί να τροποποιεί την απόκριση στη φαρμακευτική αγωγή. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωριστούν οι ατομικοί συμπεριφορικοί παράγοντες: ασθενείς που δεν αλλάζουν παράλληλα τον τρόπο ζωής τους – υγιεινή διατροφή, μέτρια άσκηση – τείνουν να μην επωφελούνται όσο άλλοι.

Η πρώιμη ανταπόκριση στη θεραπεία – εντός των πρώτων 4 έως 8 εβδομάδων – έχει φανεί να αποτελεί ισχυρό δείκτη της μελλοντικής επιτυχίας. Αν ο ασθενής δεν παρουσιάσει σημαντική απώλεια βάρους από νωρίς, πιθανότατα δεν θα ωφεληθεί επαρκώς μακροπρόθεσμα, γεγονός που υποδεικνύει την ανάγκη για έγκαιρη αναθεώρηση του διαγνωστικού και θεραπευτικού πλάνου.

Ποιο είναι λοιπόν το επόμενο βήμα; Προφανώς, όπως συνάγεται από τα παραπάνω, η εξατομικευμένη ιατρική. Με τη βοήθεια γενετικών, επιγενετικών, μεταβολικών και μικροβιολογικών βιοδεικτών, θα μπορούμε ίσως σύντομα να προβλέπουμε ποιοι ασθενείς θα ανταποκριθούν καλύτερα και να προσαρμόζουμε τη θεραπεία ανάλογα. Ετσι, όχι μόνο θα βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα, αλλά θα μειωθούν και το κόστος και η απογοήτευση  και των ασθενών και  των θεραπόντων ιατρών.

Η εποχή των GLP-1 αγωνιστών ανοίγει νέους δρόμους. Ομως, η κατανόηση της διαφορετικότητας στην ανταπόκριση είναι το κλειδί για τη βελτιστοποίηση της χρήσης τους και την ολιστική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.

Ο Γεώργιος Π. Χρούσος είναι ακαδημαϊκός – ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας, διευθυντής, Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Υγείας Μητέρας, Παιδιού και Ιατρικής Ακριβείας, επικεφαλής, Εδρα UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρόεδρος, Hellenic Pasteur Institute

ΠΗΓΗ

Οι αόρατες ανισότητες στην υγεία των νέων: Τι αποκαλύπτουν τα στοιχεία για Ευρώπη και Ελλάδα

Οι νέοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση δηλώνουν υγιείς, όμως πίσω από τα θετικά στατιστικά κρύβονται ανισότητες: το εισόδημα, το φύλο και η ψυχική υγεία εφήβων καθορίζουν σημαντικά την ευημερία τους. Τι δείχνουν τα στοιχεία για την Ελλάδα και την Ευρώπη

Οι σημερινοί νέοι (16–29 ετών) στην Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζονται σε γενικές γραμμές υγιείς, τουλάχιστον σύμφωνα με τη δική τους εκτίμηση. Περίπου 9 στους 10 νέους στην ΕΕ θεωρούν την υγεία τους «καλή» ή «πολύ καλή» (90,1% το 2024, έναντι 92,0% το 2010) – ένα ποσοστό που παραμένει ιδιαίτερα υψηλό. Συγκριτικά με το σύνολο του πληθυσμού άνω των 16 ετών, μόνο περίπου 68% δηλώνουν καλή υγεία, γεγονός που υπογραμμίζει ότι οι νέοι αισθάνονται σαφώς υγιέστεροι από τις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες.

Παρά τις γενικά θετικές αυτές τάσεις, υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα κράτη της Βόρειας Ευρώπης το ποσοστό των νέων που αξιολογούν θετικά την υγεία τους, αν και υψηλό, είναι σχετικά χαμηλότερο. Για παράδειγμα, στη Σουηδία μόλις το 76,3% των νέων δήλωσαν «καλή/πολύ καλή» υγεία για το 2024 – το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ – ενώ παρόμοια επίπεδα καταγράφηκαν στη Φινλανδία (79,3%) και τη Δανία (79,8%).

Στον αντίποδα, οι χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης εμφανίζουν σχεδόν οικουμενικά θετική αυτοαξιολόγηση υγείας από τους νέους: στη Ρουμανία το ποσοστό αγγίζει το 98,2% και στην Ελλάδα το 97,7%, κατατάσσοντας τη χώρα μας μεταξύ των κορυφαίων στην ΕΕ. Συνολικά, σε 16 κράτη-μέλη άνω του 90% των νέων θεωρούν την υγεία τους καλή, γεγονός που υποδηλώνει μια γενιά Ευρωπαίων με υψηλή αντίληψη ευεξίας. Οι διαφοροποιήσεις αυτές ενδέχεται να αντικατοπτρίζουν όχι μόνο πραγματικές υγειονομικές διαφορές, αλλά και πολιτισμικές παραμέτρους. Για παράδειγμα, πως αντιλαμβάνονται και δηλώνουν οι νέοι την υγεία και τυχόν προβλήματα που αντιμετωπίζουν.

Ανισότητες στην υγεία: Ο ρόλος του εισοδήματος 

Τα στοιχεία δείχνουν ένα σταθερό μοτίβο: όσο ανεβαίνει το εισόδημα της οικογένειας, τόσο βελτιώνεται και η υγεία των νέων. Συγκεκριμένα, στην ΕΕ το 86,7% των οικονομικά ασθενέστερων νέων δήλωσαν καλή υγεία, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των νέων με μεγαλύτερη οικονομική επιφάνεια έφτασε το 92,5%. Με εξαίρεση τη Λιθουανία (όπου παρατηρήθηκε μια ιδιότυπη αντιστροφή), σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι νέοι από εύπορες οικογένειες εμφανίζονται υγιέστεροι – με τη μεγαλύτερη «ψαλίδα» να εντοπίζεται στην Ολλανδία, τη Φινλανδία και την Ιρλανδία.

Αντίθετα, ορισμένες χώρες της ΕΕ εμφανίζουν ελάχιστες ανισότητες: στην Ελλάδα, στη Μάλτα ή την Κύπρο, η διαφορά στα ποσοστά αυτοαξιολόγησης υγείας μεταξύ φτωχών και πλουσίων νέων είναι αμυδρή. Αυτό υποδηλώνει ότι στην Ελλάδα οι κοινωνικές ανισότητες αντανακλώνται λιγότερο στην αυτοαναφερόμενη υγεία των νέων – πιθανώς λόγω του ότι σχεδόν όλοι οι νέοι (ανεξαρτήτως εισοδήματος) δηλώνουν υγιείς σε πολύ υψηλά επίπεδα ήδη.

Οι οικονομικές ανισότητες επηρεάζουν όχι μόνο την υποκειμενική υγεία αλλά και αντικειμενικούς δείκτες, όπως η αναπηρία και οι λειτουργικοί περιορισμοί. Στην ΕΕ, το 2024, η συχνότητα εμφάνισης αναπηρίας (σημαντικοί περιορισμοί στις καθημερινές δραστηριότητες λόγω προβλημάτων υγείας) στους νέους του χαμηλότερου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου ήταν σχεδόν διπλάσια σε σχέση με τους νέους του υψηλότερου επιπέδου. Με άλλα λόγια, οι νέοι που μεγαλώνουν σε πιο δύσκολες οικονομικές συνθήκες τείνουν να αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα υγείας που επηρεάζουν την καθημερινότητά τους, κάτι που εγείρει ζήτημα υγειονομικών ανισοτήτων και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η πανευρωπαϊκή αυτή τάση αναδεικνύει την ανάγκη στοχευμένων πολιτικών που θα διασφαλίσουν ότι και οι ευάλωτες κοινωνικά ομάδες νέων θα έχουν την ευκαιρία να ζήσουν μια υγιή ζωή, χωρίς εμπόδια στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, πρόληψη και υποστήριξη.

Νέοι χωρίς βάρη, οι γυναίκες πιο ευάλωτες

Η καλή αυτοαξιολόγηση της υγείας συμβαδίζει και με χαμηλή συχνότητα χρόνιων προβλημάτων υγείας στους νέους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (2024), μόλις 16,3% των Ευρωπαίων ηλικίας 16–29 δήλωσαν ότι πάσχουν από κάποιο μακροχρόνιο πρόβλημα υγείας (χρόνια πάθηση). Το ποσοστό αυτό είναι κατά πολύ χαμηλότερο από τα αντίστοιχα των μεγαλύτερων ηλικιών και δείχνει ότι η νεότητα συνοδεύεται από σχετική απουσία σοβαρών παθήσεων. Μάλιστα, σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Ιταλία, λιγότερο από το 4% των νέων ανέφεραν χρόνιο πρόβλημα υγείας – τα χαμηλότερα επίπεδα σε όλη την ΕΕ. Αντίθετα, στα κράτη της Βόρειας Ευρώπης οι δηλώσεις χρόνιων προβλημάτων είναι πολύ πιο συχνές· ενδεικτικά, στη Φινλανδία το ποσοστό αγγίζει το 39%, ενώ υψηλά είναι και στη Σουηδία (24,6%) και την Εσθονία (23,2%). Οι διαφορές αυτές μπορεί να οφείλονται εν μέρει και σε διαφορετικές πρακτικές διάγνωσης ή/και σε διαφορετικά επίπεδα ειλικρίνειας ή αντίληψης των συμπτωμάτων από τους νέους κάθε χώρας.

Παρότι οι νέοι γενικά νοσούν λιγότερο συχνά από χρόνιες παθήσεις, εμφανίζεται μια σαφής διαφοροποίηση μεταξύ των φύλων. Οι νεαρές γυναίκες τείνουν να αναφέρουν χρόνια προβλήματα υγείας σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άνδρες συνομηλίκους τους. Σε επίπεδο ΕΕ, το 18,2% των νέων γυναικών δήλωσαν το 2024 ότι πάσχουν από μακροχρόνιο πρόβλημα υγείας, έναντι 14,5% των νέων ανδρών – μια διαφορά περίπου 3,7 ποσοστιαίων μονάδων υπέρ των γυναικών. Αυτό το μοτίβο – όπου οι γυναίκες παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά χρόνιων παθήσεων – παρατηρείται στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών (22 από τα 27 κράτη-μέλη). Ιδιαίτερα μεγάλες αποκλίσεις καταγράφονται στις σκανδιναβικές χώρες: στη Φινλανδία, το ποσοστό των νεαρών γυναικών με χρόνιο πρόβλημα υγείας ξεπερνά των ανδρών κατά 10,9 μονάδες, στη Δανία κατά 7,1 και στη Σουηδία κατά 6,8 μονάδες. Αν και οι αιτίες αυτής της διαφοράς δεν είναι πλήρως σαφείς, πιθανολογείται ότι βιολογικοί, κοινωνικοί αλλά και ψυχολογικοί παράγοντες (π.χ. η τάση των γυναικών να αναζητούν ιατρική συμβουλή ή να αναφέρουν συμπτώματα πιο εύκολα) παίζουν ρόλο.

Ψυχική υγεία εφήβων: Μια σιωπηλή κρίση μετά την πανδημία

Πίσω από τους δείκτες της σωματικής υγείας, οι ειδικοί προειδοποιούν για μια σκιώδη κρίση στην ψυχική υγεία των νέων. Η εφηβεία και η νεαρή ενήλικη ζωή είναι περίοδοι έντονων αλλαγών, και τα τελευταία χρόνια οι ψυχοκοινωνικές πιέσεις φαίνεται να έχουν ενταθεί. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), παγκοσμίως 1 στους 7 εφήβους 10–19 ετών βιώνει κάποια ψυχική διαταραχή – ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου στο 14% αυτής της ηλικιακής ομάδας. Οι συχνότερες διαταραχές είναι η κατάθλιψη και το άγχος, ενώ ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η αυτοκτονία αποτελεί την τρίτη κύρια αιτία θανάτου για τις ηλικίες 15–29 ετών διεθνώς. Αυτά τα δεδομένα φανερώνουν το τεράστιο βάρος της ψυχικής νόσου στους νέους και τις ενδεχόμενες συνέπειες εάν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα – με αντίκτυπο που μπορεί να επηρεάσει ολόκληρη την ενήλικη ζωή τους.

Στην Ευρώπη, οι ενδείξεις συσσωρεύονται ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας των νέων οξύνονται. Ήδη πριν από την πανδημία COVID-19, εκτιμάται ότι περίπου 17,4% των Ευρωπαίων ηλικίας 15–29 ετών – δηλαδή πάνω από 14 εκατομμύρια νέοι – αντιμετώπιζαν κάποια ψυχική διαταραχή ή πρόβλημα υγείας ψυχικής φύσης. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 1 στους 6 νέους στην Ευρώπη και υπογραμμίζει ότι τα ζητήματα ψυχικής υγείας δεν αποτελούν περιθωριακό φαινόμενο. Η κατάσταση φαίνεται να επιδεινώθηκε με την πανδημία: οι πρωτόγνωρες συνθήκες κοινωνικής απομόνωσης, αβεβαιότητας και άγχους που έφερε η COVID-19 λειτούργησαν ως καταλύτης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τα ποσοστά νέων με συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης διπλασιάστηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ιδιαίτερα επλήγησαν ευάλωτες ομάδες, όπως τα κορίτσια/νεαρές γυναίκες (οι οποίες εμφανίζουν σταθερά υψηλότερα ποσοστά ψυχικών δυσκολιών από τους άνδρες συνομηλίκους τους), οι νέοι με οικονομικές δυσκολίες και οι νέοι από μειονοτικές ομάδες.

Αν και τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν κάποια βελτίωση μετά την άρση των lockdown, οι επιπτώσεις παραμένουν εμφανείς. Ένα ανησυχητικό εύρημα είναι ότι πολλοί νέοι δεν λαμβάνουν την βοήθεια που χρειάζονται. Σύμφωνα με το Health at a Glance: Europe 2022 (έκθεση ΕΕ/ΟΟΣΑ), σχεδόν 1 στους 2 νέους Ευρωπαίους με ψυχικό πρόβλημα ανέφερε ότι είχε ανικανοποίητες ανάγκες φροντίδας ψυχικής υγείας – ότι δηλαδή δεν μπόρεσε να έχει πρόσβαση σε υποστήριξη ή υπηρεσίες παρότι τις χρειαζόταν. Το 2022, το ποσοστό αυτό μεταφράζεται σε περίπου 49% των νέων στην ΕΕ που ένιωσαν ότι δεν έλαβαν επαρκή βοήθεια για την ψυχική τους υγεία. Οι λόγοι ποικίλλουν: από την ανεπάρκεια των υπηρεσιών ψυχικής υγείας – πολλά συστήματα υγείας βρέθηκαν απροετοίμαστα μπροστά στην μαζική αύξηση της ζήτησης – έως το στίγμα και την απροθυμία ορισμένων νέων να ζητήσουν βοήθεια. Είναι ενδεικτικό ότι σε μια πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, το 50% των Ευρωπαίων που αντιμετώπισαν πρόβλημα ψυχικής υγείας δεν απευθύνθηκαν ποτέ σε επαγγελματία, είτε λόγω προκαταλήψεων είτε λόγω πρακτικών εμποδίων.

Η ψυχική υγεία των εφήβων στην Ελλάδα αποτελεί κομμάτι αυτής της ευρύτερης εικόνας, με επιπλέον ιδιαιτερότητες. Η χώρα μας είχε υψηλό φορτίο ψυχικών προβλημάτων ήδη πριν την πανδημία: εκτιμάται ότι σχεδόν 1 στους 5 Έλληνες (19%) αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας το 2019 – το τρίτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ εκείνη την περίοδο. Οι συχνότερες διαταραχές ήταν η κατάθλιψη (που υπολογίζεται ότι επηρέαζε περίπου το 7% του πληθυσμού) και οι αγχώδεις διαταραχές. Η μακρά περίοδος οικονομικής κρίσης την περασμένη δεκαετία, η ανεργία των νέων και κοινωνικοί στρεσογόνοι παράγοντες πιθανώς συνέβαλαν σε αυτά τα υψηλά επίπεδα.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι ανάγκες ψυχικής υγείας στην Ελλάδα αυξήθηκαν περαιτέρω. Σε ευρωπαϊκή συγκριτική έρευνα, περίπου 1 στους 4 Έλληνες (25%) δήλωσε το 2021–2022 ότι είχε κάποια ανεκπλήρωτη ανάγκη στον τομέα της ψυχικής υγείας (ήθελε βοήθεια που δεν έλαβε) – ποσοστό αισθητά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (22%). Το Εθνικό Σύστημα Υγείας, ήδη επιβαρυμένο, δυσκολεύτηκε να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση για υπηρεσίες ψυχικής υγείας, ειδικά για τους νέους. Παρά τις προκλήσεις, η πανδημία είχε και μια θετική πλευρά: μείωσε το στίγμα γύρω από τα ψυχικά νοσήματα, με περισσότερους νέους να μιλούν ανοιχτά για το άγχος, την κατάθλιψη ή τη μοναξιά που βιώνουν. Αυτή η αυξανόμενη ευαισθητοποίηση είναι ένα πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά πρέπει να συνοδευτεί από ουσιαστικές παρεμβάσεις.

Η επόμενη μέρα για την υγεία των νέων

Τα δεδομένα σκιαγραφούν μια γενιά νέων Ευρωπαίων που σωματικά αισθάνεται υγιής, με την Ελλάδα μάλιστα να ξεχωρίζει θετικά σε δείκτες αυτοαξιολόγησης υγείας και χαμηλών χρόνιων παθήσεων. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, αναδεικνύουν τη διπλή πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κοινωνίες μας: από τη μία, να διατηρήσουν και να βελτιώσουν τα υψηλά επίπεδα σωματικής υγείας των νέων, και από την άλλη, να αντιμετωπίσουν τη δραματική άνοδο των ψυχικών προβλημάτων στους εφήβους και τους νεαρούς ενήλικες.

Για την Ελλάδα ειδικότερα, τα στοιχεία αποτελούν ένα καμπανάκι αλλά και ένα κίνητρο. Το γεγονός ότι οι νέοι δηλώνουν υγιείς σε τόσο υψηλά ποσοστά είναι ενθαρρυντικό και υποδηλώνει πιθανώς ότι έχουμε μια σχετικά υγιή νέα γενιά σε ό,τι αφορά τα σωματικά ζητήματα. Από την άλλη πλευρά, το μεγάλο βάρος των ψυχικών διαταραχών – και το υψηλό ποσοστό ατόμων που ένιωσαν ότι δεν έλαβαν βοήθεια – δείχνει ξεκάθαρα τα σημεία όπου πρέπει να εστιάσουμε.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η στρατηγική για την υγεία των νέων οφείλει να είναι πολυδιάστατη. Πέρα από τις κλασικές παραμέτρους (σωματική άσκηση, διατροφή, πρόληψη νοσημάτων), απαιτείται έμφαση στην ψυχική ευεξία: προγράμματα στα σχολεία για την ψυχική ανθεκτικότητα, υπηρεσίες στήριξης σε πανεπιστήμια, γραμμές βοήθειας και ψηφιακά εργαλεία που να είναι προσβάσιμα και φιλικά προς τους εφήβους. Η πανευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την Ψυχική Υγεία που ανακοινώθηκε το 2023 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, αναγνωρίζοντας ότι η ψυχική υγεία πρέπει να αντιμετωπίζεται ισότιμα με τη σωματική.

ΠΗΓΗ

Η γενιά Ζ και τα οφέλη της άσκησης

Η γενιά Ζ, γεννημένοι περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως τις αρχές του 2010, διανύει την εφηβεία και την πρώιμη ενήλικη ζωή σε μια εποχή αυξημένων προκλήσεων ψυχικής υγείας. Η τακτική σωματική άσκηση και ο αθλητισμός (όχι ο πρωταθλητισμός!) αναφέρονται συχνά ως προστατευτικοί παράγοντες για την ψυχοσωματική ευεξία, όμως δεν προσφέρουν όλα τα είδη άσκησης τα ίδια οφέλη. Η ατομική άσκηση (π.χ., ατομική γυμναστική, τρέξιμο ή αθλήματα όπως το τένις σε μορφή ένας προς έναν) και τα ομαδικά αθλήματα (π.χ., ποδόσφαιρο, μπάσκετ, υδατοσφαίριση) επηρεάζουν την ψυχική και κοινωνική ανάπτυξη με διαφορετικούς τρόπους. Η έρευνα δείχνει ότι, αν και κάθε είδους σωματική δραστηριότητα είναι γενικά ωφέλιμη, το κοινωνικό περιβάλλον των ομαδικών αθλημάτων προσφέρει μοναδικά πλεονεκτήματα στη διάθεση και την κοινωνική ανάπτυξη.

Η σύγκριση της ατομικής άσκησης και των ομαδικών αθλημάτων ως προς τις επιδράσεις τους στη διάθεση, τη ρύθμιση των συναισθημάτων, την αυτοεκτίμηση και τις κοινωνικές δεξιότητες στους εφήβους και νεαρούς ενηλίκους της γενιάς Ζ, βασίζεται σε ακαδημαϊκές μελέτες και αξιόπιστες αναφορές από δυτικές χώρες (ΗΠΑ, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο, Ευρώπη), όπου ο οργανωμένος αθλητισμός νεολαίας είναι διαδεδομένος. Παγκοσμίως, παρατηρούνται παρόμοιες τάσεις, αν και σε ορισμένες δυτικές περιοχές υπάρχει ανησυχία για τη μείωση της συμμετοχής των νέων στον αθλητισμό (π.χ., στις ΗΠΑ παρατηρείται πτώση στη συμμετοχή μαθητών σε αθλητικές ομάδες, παρά την αύξηση του πληθυσμού των νέων).

Προκύπτουν σαφή πρότυπα: τα ομαδικά αθλήματα προσφέρουν ισχυρότερα ψυχοκοινωνικά οφέλη, ενώ οι ατομικές δραστηριότητες, παρότι ωφελούν τη σωματική υγεία, δεν προσφέρουν την ίδια συναισθηματική ενίσχυση και ενίοτε επιβαρύνουν περισσότερο συναισθηματικά το άτομο. Παρακάτω περιγράφονται αυτά τα ευρήματα και οι διαφορές μεταξύ εφήβων και νεαρών ενηλίκων.

Τόσο η ατομική άσκηση όσο και τα ομαδικά αθλήματα συμβάλλουν σημαντικά στην ψυχική και κοινωνική ανάπτυξη των νέων της γενιάς Ζ, όμως τα ομαδικά αθλήματα προσφέρουν πιο ολοκληρωμένα οφέλη στους περισσότερους τομείς. Όσον αφορά τη διάθεση και την ψυχική υγεία, κάθε σωματική δραστηριότητα μπορεί να είναι ωφέλιμη· όμως η κοινωνική υποστήριξη στα ομαδικά αθλήματα καθιστά τα τελευταία ιδιαίτερα αποτελεσματικά στη μείωση του στρες, της κατάθλιψης και του άγχους σε εφήβους και νέους ενηλίκους.

Σχετικά με την αυτοεκτίμηση, η αθλητική επιτυχία και η αίσθηση επάρκειας ενισχύουν την αυτοπεποίθηση συνολικά· όμως η συντροφικότητα και η συλλογική επίτευξη στους ομαδικούς αθλητές ενισχύουν ακόμη περισσότερο αυτά τα οφέλη, ενώ οι αθλητές ατομικών αθλημάτων ενδέχεται κάποιες φορές να δυσκολεύονται λόγω εσωτερικής αυστηρής κριτικής ή εξωτερικών πιέσεων για την αξία τους.

Όσον αφορά τις κοινωνικές δεξιότητες και τις σχέσεις με συνομηλίκους, η διαφορά είναι πιο έντονη: τα ομαδικά αθλήματα λειτουργούν ως πρακτική για την επικοινωνία, τη συνεργασία και την ηγεσία, βοηθώντας τους συμμετέχοντες της γενιάς Ζ να αναπτύξουν ισχυρά κοινωνικά δίκτυα και αίσθηση του ανήκειν. Αντιθέτως, οι ατομικές δραστηριότητες, αν και πολύτιμες για την προσωπική ανάπτυξη, προσφέρουν λιγότερες ευκαιρίες κοινωνικής μάθησης μέσα στο ίδιο το πλαίσιο της δραστηριότητας.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ηλικία και το πλαίσιο επηρεάζουν αυτές τις επιδράσεις. Κατά την εφηβεία, ο αθλητισμός μπορεί να διαμορφώσει βαθιά την αναπτυξιακή πορεία – προσφέροντας θετικά εκφραστικά μέσα και κοινότητα σε μια κρίσιμη περίοδο. Στην πρώιμη ενήλικη ζωή, ο αθλητισμός συνεχίζει να στηρίζει την ευημερία, αν και πολλά από τα οφέλη διατηρούνται μόνο με συνεχή συμμετοχή.

Η έρευνα από τις δυτικές χώρες συμφωνεί σε αυτά τα σημεία, και πιθανότατα ισχύει ευρύτερα: οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα, και ο συνδυασμός άσκησης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης, όπως στα ομαδικά αθλήματα, αποτελεί ένα ισχυρό μείγμα για συναισθηματική ευεξία και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη. Παράλληλα, η άσκηση σε οποιαδήποτε μορφή παραμένει βασικό συστατικό ενός υγιούς τρόπου ζωής, επομένως ακόμη και όσοι νέοι της γενιάς Ζ προτιμούν την ατομική άσκηση απολαμβάνουν σημαντικά οφέλη για την ψυχική τους υγεία – απλώς ίσως χρειάζεται να αναζητήσουν κοινωνική σύνδεση από άλλες πηγές.

Συνοπτικά, η ενθάρρυνση των νέων και των νεαρών ενηλίκων να συμμετέχουν σε αθλητικές δραστηριότητες – ιδίως σε υποστηρικτικά ομαδικά περιβάλλοντα – μπορεί να ενισχύσει τη ρύθμιση της διάθεσης, την αυτοεκτίμηση και τις κοινωνικές δεξιότητες, βοηθώντας έτσι τη γενιά Ζ να οικοδομήσει πιο υγιείς και κοινωνικά συνδεδεμένες ζωές. Η πρόκληση του μέλλοντος είναι να διατηρηθεί η συμμετοχή αυτής της γενιάς στη σωματική δραστηριότητα και το ομαδικό παιχνίδι, ώστε να συνεχίσει να απολαμβάνει αυτά τα συναισθηματικά, ψυχοσωματικά και κοινωνικά οφέλη και στην ενήλικη ζωή.

Ο Γεώργιος Π. Χρούσος είναι ακαδημαϊκός – ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας, ΕΚΠΑ

Πηγή: Έντυπη Έκδοση – Γνώμες
Τα Νέα 31/5/2025

Σε υγιείς ενηλίκους εξελίσσονται τα παιδιά που αθλούνται

Η τακτική σωματική δραστηριότητα και η ανάπτυξη μυϊκής μάζας κατά την παιδική και εφηβική ηλικία έχουν βαθιά επίδραση στη μακροπρόθεσμη ψυχική και σωματική υγεία. Η έλλειψη άσκησης νωρίς στη ζωή συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο άγχους, κατάθλιψης, παχυσαρκίας, μεταβολικού συνδρόμου, σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακών παθήσεων, και συνολικά μεγαλύτερη θνησιμότητα στην ενήλικη ζωή. Αντίθετα, παιδιά και έφηβοι που ασκούνται συχνά – ιδιαίτερα σε δραστηριότητες που ενισχύουν τη μυϊκή δύναμη – τείνουν να αναπτύσσουν πιο υγιές μεταβολικό προφίλ και να διατηρούν αυτά τα οφέλη κατά την ενήλικη ζωή.

Ένα από τα βασικά μακροπρόθεσμα οφέλη της μυϊκής αύξησης και ενδυνάμωσης σε νεαρή ηλικία είναι η αύξηση του βασικού μεταβολικού ρυθμού. Ο μυϊκός ιστός είναι μεταβολικά ενεργός· τα άτομα με μεγαλύτερη άλιπη μυϊκή μάζα καίνε περισσότερες θερμίδες σε κατάσταση ηρεμίας σε σύγκριση με εκείνα με λιγότερους μύες. Με απλά λόγια, η μυϊκή ενίσχυση μέσω της άσκησης στην παιδική και εφηβική ηλικία μπορεί να «ενισχύσει» τον βασικό μεταβολισμό στην ενήλικη ζωή, βοηθώντας τον οργανισμό να καταναλώνει περισσότερη ενέργεια ακόμα και όταν είναι σε αδράνεια. Αυτός ο αυξημένος ρυθμός διευκολύνει τη διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους, καθώς η μεγαλύτερη μυϊκή μάζα συνεπάγεται αυξημένες ενεργειακές ανάγκες για τη διατήρηση των βασικών λειτουργιών του σώματος.

Η άσκηση κατά την παιδική ηλικία συμβάλλει επίσης στη βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, ένα όφελος που μπορεί να διατηρηθεί και στην ενήλικη ζωή. Μια προοπτική μελέτη διάρκειας 20 ετών διαπίστωσε ότι τα παιδιά με υψηλότερη καρδιοαναπνευστική ικανότητα και μυϊκή δύναμη παρουσίαζαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα ινσουλίνης νηστείας και μικρότερη αντίσταση στην ινσουλίνη στην ενήλικη ζωή. Μάλιστα, η φυσική κατάσταση στην παιδική ηλικία, και αερόβια και μυϊκή, συνδέθηκε αντίστροφα με δείκτες αντίστασης στην ινσουλίνη και με καλύτερη λειτουργία των β-κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη, ανεξαρτήτως άλλων παραγόντων. Αυτό δείχνει ότι η φυσική δραστηριότητα νωρίς στη ζωή «ρυθμίζει» τον μεταβολισμό της γλυκόζης με διαρκή τρόπο. Η βελτιωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη δεν προλαμβάνει μόνο τον διαβήτη αλλά συνδέεται και με καλύτερα επίπεδα ενέργειας και μεταβολικής ευρυθμίας στην καθημερινότητα. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά και οι έφηβοι που είναι και παραμένουν σωματικά δραστήριοι έχουν πολύ μικρότερες πιθανότητες να αναπτύξουν χρόνιες παθήσεις στην ενήλικη ζωή. Η έρευνα καταδεικνύει σαφώς τον πολύ σημαντικό προληπτικό ρόλο της πρώιμης άσκησης.

Οι νέοι που αποκτούν δυνατούς μυς και καλή καρδιοαναπνευστική κατάσταση έχουν επίσης δυνατότερα οστά, υψηλότερη σωματική απόδοση και μειωμένο κίνδυνο σωματικής αδυναμίας ή τραυματισμών λόγω ηλικίας. Εξίσου σημαντικά είναι τα ψυχικά και γνωστικά οφέλη της άσκησης σε νεαρή ηλικία, τα οποία κυμαίνονται από χαμηλότερα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης έως βελτιωμένη γνωστική λειτουργία στη μέση ηλικία και ενδεχομένως μειωμένο κίνδυνο άνοιας. Αυτά τα μακροπρόθεσμα οφέλη απορρέουν τόσο από άμεσες φυσιολογικές αλλαγές – όπως πιο ισχυρό μεταβολικό και μυοσκελετικό σύστημα – όσο και από τη συνέχιση υγιών συνηθειών στη μετέπειτα ζωή. Με το να «χτίζουν δύναμη» από μικρή ηλικία, τα άτομα αποκτούν προστατευτικά πλεονεκτήματα που τα βοηθούν να παραμείνουν υγιή, δραστήρια και ψυχικά ισορροπημένα έως και την τρίτη ηλικία. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: τα ενεργά παιδιά εξελίσσονται σε πιο υγιείς ενηλίκους, σε σχεδόν κάθε διάσταση της υγείας.

Τα παραπάνω ευρήματα ενισχύουν τις δημόσιες συστάσεις υγείας να ενσωματωθούν τόσο αερόβιες ασκήσεις όσο και ασκήσεις μυϊκής ενδυνάμωσης στις καθημερινές συνήθειες των παιδιών και των εφήβων. Η καλλιέργεια της αγάπης για την κίνηση και άσκηση στη νέα γενιά, συνεπώς, δεν αφορά μόνο την άμεση φυσική κατάσταση – αλλά την εξασφάλιση ενός μέλλοντος με λιγότερες χρόνιες παθήσεις, καλύτερη ποιότητα ζωής και έναν δυνατότερο, πιο ευτυχισμένο πληθυσμό. Οι μύες και οι συνήθειες που αναπτύσσουν τα παιδιά σήμερα μπορούν πραγματικά να διαφυλάξουν το αύριό τους.

Ο Γεώργιος Π. Χρούσος είναι ακαδημαϊκός – ομότιμος καθηγητής Ιατρικής, ΕΚΠΑ

Πηγή: TA NEA
24/5/2025
Έντυπη Έκδοση – Γνώμες

19ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Ελληνικού Κολλεγίου Παιδιάτρων 26 – 28 Σεπτεμβρίου 2025 | Πόρτο Χέλι, AKS Porto Heli

Με ιδιαίτερη τιμή και χαρά, το Ελληνικό Κολλέγιο Παιδιάτρων διοργανώνει το 19ο Πανελλήνιο Συνέδριο του, στις 26 – 28 Σεπτεμβρίου 2025, στο ειδυλλιακό Πόρτο Χέλι. Πρόκειται για ένα κορυφαίο επιστημονικό γεγονός που συγκεντρώνει τους πλέον καταξιωμένους παιδίατρους, επιστήμονες και επαγγελματίες υγείας της χώρας, με στόχο την ανάδειξη των νέων εξελίξεων στην παιδιατρική επιστήμη, την ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ ειδικοτήτων και τη συνεχή βελτίωση της φροντίδας των παιδιών.

Ο πρόεδρος του ΕΚΠ, Καθηγητής Γιώργος Χρούσος, στον χαιρετισμό του τονίζει ότι οι θεματικές ενότητες καλύπτουν όλο το φάσμα της παιδιατρικής: από την πρόληψη και την πρωτοβάθμια φροντίδα, μέχρι τις νέες εξελίξεις στη γενετική, την εφηβική ιατρική και την ψυχική υγεία.


Οργανωτική Επιτροπή

  • Πρόεδρος: Γ. Χρούσος

  • Αντιπρόεδρος: Μ. Θεοδωρίδου

  • Γενική Γραμματέας: Ι. Παυλοπούλου

  • Ειδικός Γραμματέας: Α. Μίχος

  • Ταμίας: Ε. Χαρμανδάρη

  • Μέλη: Χ. Κανακά-Gantenbein, Τ. Σιαχανίδου

  • Υπεύθυνος Επιστημονικού Προγράμματος: Χ. Κατσαρδής


Επιστημονικό Πρόγραμμα

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2025

  • 11:30 – 14:30 Κλινικό Φροντιστήριο:

    • Χρήση High Flow στην κλινική πράξη

    • Αντιμετώπιση παιδιού με σπασμούς

  • 15:30 – 17:30 Στρογγυλό Τραπέζι: Άσθμα

  • 18:30 – 20:30 Επίκαιρα Θέματα Παιδοπνευμονολογίας

  • 20:30 – 21:30 Διάλεξη: «Τα καλά της άσκησης» – Ομιλητής Γ. Χρούσος

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

  • 08:30 – 10:30 Παιδοενδοκρινολογία

  • 11:45 – 12:15 Διάλεξη: «Κλιματική κρίση: Δεν είναι έτσι, αν έτσι νομίζετε!» – Χ. Κατσαρδής

  • 12:15 – 14:15 Παιδοπνευμονολογία & Αλλεργιολογία

  • 15:15 – 17:15 Σύγχρονες εξελίξεις στις μεταμοσχεύσεις παιδιών

  • 17:15 – 17:45 Διάλεξη: «Μεταμόσχευση μήτρας και τεκνοποίηση» – Α. Τζάκης

  • 18:00 – 18:30 Διάλεξη εις μνήμην Ν. Ματσανιώτη: «Σκέψεις για το Δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα» – Μ. Κουτσιλιέρης

  • 19:00 – 21:00 Στρογγυλό Τραπέζι: Λοιμώξεις και Εμβόλια

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

  • 09:15 – 11:15 Νεογνολογία

  • 11:30 – 13:30 Ενδιαφέροντα Παιδιατρικά Θέματα

  • 13:30 – 15:30 Συμπεράσματα – Λήξη Συνεδρίου


Δορυφορικές Διαλέξεις & Συμπόσια

  • «Σύγχρονες προοπτικές στην πρόληψη της Πνευμονιοκοκκικής νόσου» – Α. Λουρίδα

  • «Εμβολιασμός έναντι του HPV: Πρόληψη σχετιζόμενων νοσημάτων και Εθνικές Συστάσεις» – Α. Μπαρμπούνη

  • «Η προστασία των βρεφών από τον ιό RSV με νέο μονοκλωνικό αντίσωμα» – Α. Μίχος

  • «Γλυκοκορτικοειδή στην παιδιατρική σήμερα» – Κ. Κακλέας


Γενικές Πληροφορίες

  • Ημερομηνία: 26 – 28 Σεπτεμβρίου 2025

  • Τόπος διεξαγωγής: Ξενοδοχείο AKS Porto Heli, Αργολίδα

  • Επίσημη γλώσσα: Ελληνική

  • Εκθεσιακός χώρος: Παράλληλη έκθεση φαρμακευτικών προϊόντων

  • Εγγραφές: Μόνο ηλεκτρονικά μέσω της ιστοσελίδας του συνεδρίου

  • Κόστος συμμετοχής:

    • Ειδικευμένοι Ιατροί: 170€

    • Ειδικευόμενοι: 60€

    • Λοιποί Επαγγελματίες Υγείας: 40€


Ειδικές Τιμητικές Αναφορές

Συνεχίζεται η παράδοση των ομιλιών εις μνήμην του Καθηγητή και Ακαδημαϊκού Νικολάου Ματσανιώτη, με φετινή ομιλία από τον Καθηγητή Μιχάλη Κουτσιλιέρη για το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα.


Συμπέρασμα

Το 19ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Ελληνικού Κολλεγίου Παιδιάτρων αποτελεί κορυφαία επιστημονική συνάντηση με πλούσιο πρόγραμμα που καλύπτει κάθε πτυχή της σύγχρονης παιδιατρικής. Από την ενδοκρινολογία, την πνευμονολογία και τις μεταμοσχεύσεις, μέχρι τις νεογνικές παθήσεις, τα εμβόλια και την ψυχική υγεία, αναδεικνύει τις προκλήσεις και τις λύσεις που αφορούν το μέλλον της παιδιατρικής φροντίδας στην Ελλάδα.